Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Μεμνόνειος

См. также в других словарях:

  • μεμνόνειος — και μεμνόνιος, ον (Α) [Μέμνων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Μέμνονα 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μέμνονα, δηλ. στον όνο 3. (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ Μεμνόν(ε)ιον ναός τού Μέμνονος στην Αίγυπτο 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

  • Μεμνόνειος — the Steadfast masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεμνόνειοι — Μεμνόνειος the Steadfast masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεμνόνειον — the Steadfast neut nom/voc/acc sg Μεμνόνειος the Steadfast masc acc sg Μεμνόνειος the Steadfast neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεμνονείου — Μεμνόνειον the Steadfast neut gen sg Μεμνόνειος the Steadfast masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μεμνόνεια — Μεμνόνειον the Steadfast neut nom/voc/acc pl Μεμνόνειος the Steadfast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»