Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Μελίτη

См. также в других словарях:

  • Μελίτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελίτῃ — Μελίτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελίτη — I Τοπωνύμια της αρχαιότητας. 1. Δήμος της αρχαίας Αθήνας. Τα όριά του δεν είναι γνωστά, αλλά κατά πάσα πιθανότητα περιελάμβανε τους λόφους των Νυμφών, της Πνύκας και του Μουσείου. Έλαβε την ονομασία του από τη Μελίτη, σύζυγο του Ηρακλή. Ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • Μελίτη — Sp Melitė Ap Μελίτη/Meliti L Š Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Μελίτηι — Μελίτῃ , Μελίτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελιτᾶν — Μελίτη fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελιτέων — Μελίτη fem gen pl (epic ionic) Μελιτεύς masc gen pl Μελιτέω̆ν , Μελιτεύς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελίτην — Μελίτη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελίτης — Μελίτη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελιταίος — α, ο (Α μελιταῑος, α, ον) [Μελίτη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νησί Μελίτη, δηλ. τη Μάλτα, ή αυτός που προέρχεται από το νησί Μελίτη («ἡ δ ἴκτις ἐστὶ μὲν τὸ μέγεθος ἡλίκον Μελιταῑον κυνίδιον τῶν μικρῶν», Αριστοτ.) 2. (το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • Malta — This article is about the Mediterranean country. For other uses, see Malta (disambiguation). Republic of Malta Repubblika ta Malta …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»