-
1 Μελιτιδης
-
2 Μελιτίδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μελιτίδης
-
3 Μελητίδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Μελητίδης
См. также в других словарях:
Μελητίδης — και Μελιτίδης, ὁ (Α) (στην Αθήνα) παροιμιώδης ονομασία για τους ανόητους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μέλητος < μέλω] … Dictionary of Greek