Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Μελινοφάγοι

См. также в других словарях:

  • Μελινοφάγοι — Millet eaters masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελινοφάγων — Μελινοφάγοι Millet eaters masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Melanophagi — (Greek: Μελινοφάγοι ) is the name of a Thracian tribe.[1] Approximate location of the Melanophagi References …   Wikipedia

  • μελινοφάγος — μελινοφάγος, ον (Α) 1. αυτός που τρώει το φυτό μελίνη* 2. (το αρσ. πληθ. ως κύρ. όν.) οί Μελινοφάγοι ονομασία θρακικής φυλής («ἐν δεξιᾷ ἔχοντες τὸν Πόντον διὰ τῶν Μελινοφάγων καλουμένων Θρᾳκῶν εἰς τὸν Σαλμυδησσόν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίνη +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»