-
1 Μελησίας
Μελησίας an Athenian trainer of wrestlers. εἰ δ' ἐγὼ Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ ( Μελησίᾳ v. l.) O. 8.54 οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα1στρέφοι N. 4.93
δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσόν κεἴποιμι Μελησίαν, χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.65
-
2 Μελησίας
Μελησίᾱς, Μελησίηςmasc acc plΜελησίᾱς, Μελησίηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
3 συσ-σῑτέω
-
4 συσσιτέω
A mess with, τινι Ar.Eq. 1325 (anap.), Lys.13.79, Thphr. Char.10.3, etc.;μετ' ἀλλήλων Arist.Pol. 1317b38
:—[voice] Med.,σ. ἀλλήλοις Philostr.Her.2.3
: abs. in pl., mess together,συσσιτοῦμεν.. ἐγώ τε καὶ Μελησίας Pl.La. 179b
, cf. Smp. 219e, D.19.191.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συσσιτέω
См. также в других словарях:
Μελησίας — Μελησίᾱς , Μελησίης masc acc pl Μελησίᾱς , Μελησίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МЕЛЕСИЙ — • Melesĭas, Μελησίας, 1. победитель в священных играх и учитель гимнастики в Эгине, воспетый Пиндаром (ol. 8, 71, пет. 4, 15); 2. отец государственного деятеля Фукидида, противник Перикла; 3. сын того же Фукидида … Реальный словарь классических древностей
συσσιτώ — συσσιτῶ, έω, ΝΑ [σύσσιτος] τρώγω μαζί με άλλους, συντρώγω (α. «οὔτε γὰρ συσσιτήσας τούτῳ οὐδεὶς φανήσεται οὐδὲ σύσκηνος γενόμενος», Αριστοφ. β. «συσσιτοῡμεν... ἐγώ τε καὶ Μελησίας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek