-
1 Μεγαρεύσι
-
2 Μεγαρεῦσι
-
3 εἰσπλέω
2 abs., sail in, as one sails in,Hdt.
6.33; ;εἰσπλέοντας ἐκπλέοντάς τε Pl.Com.183
;Μεγαρεῦσι μηδὲν ἐσπλεῖν Th.3.51
, cf. X.HG2.4.29; of corn, to be imported, D. 20.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰσπλέω
См. также в других словарях:
Μεγαρεῦσι — Μεγαρεύς citizen of Megara masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επεργασία — ἐπεργασία, η (Α) [επεργάζομαι] παράνομη καλλιέργεια ξένης, και ειδικά ιερής, γης («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῡσι τῆς γῆς τῆς ἱερᾱς», Θουκ.) 2. το δικαίωμα αμοιβαίας καλλιέργειας σε ξένους αγρούς («ἐπιγαμίας δ εἶναι καὶ ἐπεργασίας καὶ… … Dictionary of Greek
επικαλώ — (AM ἐπικαλῶ, έω) μέσ. επικαλούμαι 1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.) 2. προσκαλώ ως μάρτυρες 3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.) 4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε… … Dictionary of Greek