Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Λῷος

См. также в других словарях:

  • Λώος — Λῷος, ὁ (Α) (στους Μακεδόνες) ονομασία ενός μήνα, που αντιστοιχούσε με τον αττικό Βοηδρομιώνα ή με τον Εκατομβαιώνα …   Dictionary of Greek

  • Λῷος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῷος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λῴω — Λῷος masc nom/voc/acc dual Λῷος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λωίων — Λῷος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λῴου — Λῷος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λῴους — Λῷος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λῴων — Λῷος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λῷον — Λῷος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῷον — λῷος masc acc sg λωίων o masc/fem voc comp sg λωίων o neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λώιον — Λῷος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»