-
1 Λιπάρα
Λιπάρᾱ, Λιπάραof Lipara: fem nom /voc /acc dualΛιπάρᾱ, Λιπάραof Lipara: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Λιπάραι, Λιπάραof Lipara: fem nom /voc plΛιπάρᾱͅ, Λιπάραof Lipara: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Λιπαρα
(πᾰ) ἥ Липара (самый большой из Липарских - Эолийских - островов, у сев.-вост. побережья Сицилии) Thuc. -
3 λιπαρά
-
4 λιπαρᾷ
-
5 Λιπάρα
Λῐπάρα [πᾰ], ἡ, Lipara, the largest of the Aeolian islands, Th.3.88, etc.:—Adj. [full] Λῐπᾰραῖος, α, ον,A of Lipara, αἱ Λ. νῆσοι the group of these islands, Plb.1.25.4, etc.;ἡ Λιπαραίων πόλις Arist.Mete. 367a6
; λίθος Λιπαραῖος a stone like volcanic glass or obsidian, Thphr.Lap.14, Orph. L. 692. -
6 λιπαρά
λιπαρόςoily: neut nom /voc /acc plλιπαρά̱, λιπαρόςoily: fem nom /voc /acc dualλιπαρά̱, λιπαρόςoily: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 Λιπάρᾳ
Βλ. λ. Λιπάρα -
8 λιπαρὰ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λιπαρὰ
-
9 Λιπάρας
Λιπάρᾱς, Λιπάραof Lipara: fem acc plΛιπάρᾱς, Λιπάραof Lipara: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 Λιπάραι
Λιπάραof Lipara: fem nom /voc plΛιπάρᾱͅ, Λιπάραof Lipara: fem dat sg (attic doric aeolic) -
11 λιπάρ'
λιπαρά, λιπαρόςoily: neut nom /voc /acc plλιπαρά̱, λιπαρόςoily: fem nom /voc /acc dualλιπαρά̱, λιπαρόςoily: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)λιπαρέ, λιπαρόςoily: masc voc sgλιπαραί, λιπαρόςoily: fem nom /voc pl -
12 Λιπάραν
Λιπάρᾱν, Λιπάραof Lipara: fem acc sg (attic doric aeolic) -
13 Λιπάρη
Λιπάραof Lipara: fem nom /voc sg (epic ionic)——————Λιπάραof Lipara: fem dat sg (epic ionic) -
14 Λιπαρέων
Λιπάραof Lipara: fem gen pl (epic ionic) -
15 Λιπάραις
Λιπάραof Lipara: fem dat pl -
16 λιπαράν
λιπαρά̱ν, λιπαρόςoily: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 λιπαράς
λιπαρά̱ς, λιπαρόςoily: fem acc pl -
18 Lipara
Λιπάρα, ἡ.Of Lipara, adj.: Λιπαραῖος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Lipara
-
19 Λιπαραίω
Λιπαραί̱ω, Λιπάραof Lipara: masc /neut nom /voc /acc dualΛιπαραί̱ω, Λιπάραof Lipara: masc /neut gen sg (doric aeolic)Λιπαραῖοςof Lipara: masc /neut nom /voc /acc dualΛιπαραῖοςof Lipara: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————Λιπαραί̱ῳ, Λιπάραof Lipara: masc /neut dat sgΛιπαραῖοςof Lipara: masc /neut dat sg -
20 Λιπάρ'
Λιπάραι, Λιπάραof Lipara: fem nom /voc plΛιπάρᾱͅ, Λιπάραof Lipara: fem dat sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
Λιπάρα — Λιπάρᾱ , Λιπάρα of Lipara fem nom/voc/acc dual Λιπάρᾱ , Λιπάρα of Lipara fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπάρᾳ — Λιπάραι , Λιπάρα of Lipara fem nom/voc pl Λιπάρᾱͅ , Λιπάρα of Lipara fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρά — λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρᾷ — λιπαρός oily fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαρά οξέα — Αλειφατικά οξέα, κορεσμένα ή ακόρεστα, το μόριο των οποίων αποτελείται από μία αλκυλική αλυσίδα που περιέχει από 1 μέχρι περισσότερα από 30 άτομα άνθρακα και η οποία καταλήγει σε μία καρβοξυλική ομάδα ( COOH). Είναι πολύ διαδεδομένα στη φύση,… … Dictionary of Greek
Λιπάρας — Λιπάρᾱς , Λιπάρα of Lipara fem acc pl Λιπάρᾱς , Λιπάρα of Lipara fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπάρ' — λιπαρά , λιπαρός oily neut nom/voc/acc pl λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc/acc dual λιπαρά̱ , λιπαρός oily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιπαρέ , λιπαρός oily masc voc sg λιπαραί , λιπαρός oily fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπάραι — Λιπάρα of Lipara fem nom/voc pl Λιπάρᾱͅ , Λιπάρα of Lipara fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπαραῖον — Λιπάρα of Lipara masc acc sg Λιπάρα of Lipara neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπάραν — Λιπάρᾱν , Λιπάρα of Lipara fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιπαραῖοι — Λιπάρα of Lipara masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)