-
1 λίσσω
-
2 Λίσσω
-
3 Λίσσῳ
Βλ. λ. Λίσσω -
4 λίσσω
λίζωgraze: aor subj act 1st sg (epic)λίζωgraze: fut ind act 1st sg (epic)λίζωgraze: aor ind mid 2nd sg (epic)λισσόωrender insolvent: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) -
5 λισσώι
-
6 λισσῶι
См. также в других словарях:
λισσώ — λισσῶ, όω (Α) [λισσός] πιθ. καθιστώ κάποιον αναξιόχρεο, αφερέγγυο, ανίκανο να πληρώσει τα χρέη του … Dictionary of Greek
Λίσσω — Λίσσος masc nom/voc/acc dual Λίσσος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίσσω — λίζω graze aor subj act 1st sg (epic) λίζω graze fut ind act 1st sg (epic) λίζω graze aor ind mid 2nd sg (epic) λισσόω render insolvent pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λίσσῳ — Λίσσος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λισσῶι — λισσῷ , λισσός smooth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφελίσσω — ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω*) 1. περιτυλίγω 2. μέσ. ἐφελίσσομαι σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον 3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω] … Dictionary of Greek
κατειλίσσω — (Α) ιων. τ. βλ. καθελίσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθε(ι)λίσσω με ιων. ψίλωση] … Dictionary of Greek
λίσσωμα — λίσσωμα, τό (Α) [λισσώ] η κορυφή, το σημείο τού κεφαλιού στο οποίο χωρίζονται οι τρίχες και κατεβαίνουν σε διαφορετικές κατευθύνσεις («τοῡ δὲ κρανίου κορυφὴ καλεῑται τὸ μέσον καὶ λίσσωμα τῶν τριχῶν», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
λίσσωσις — λίσσωσις, ἡ (Α) [λισσώ] το λίσσωμα, το χώρισμα τών τριχών και το κατέβασμά τους από την κορυφή τού κεφαλιού προς τα κάτω … Dictionary of Greek