-
1 Λήναιον
Λήναιονbelonging to the wine-press: neut nom /voc /acc sg -
2 ληναίον
ληναῖοςbelonging to the wine-press: masc acc sgληναῖοςbelonging to the wine-press: neut nom /voc /acc sg -
3 ληναῖον
ληναῖοςbelonging to the wine-press: masc acc sgληναῖοςbelonging to the wine-press: neut nom /voc /acc sg -
4 Ληναίου
Λήναιονbelonging to the wine-press: neut gen sg -
5 Ληναίοις
Λήναιαbelonging to the wine-press: neut dat plΛήναιονbelonging to the wine-press: neut dat pl -
6 Ληναίοισιν
Λήναιαbelonging to the wine-press: neut dat pl (epic ionic aeolic)Λήναιονbelonging to the wine-press: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
7 Ληναίω
-
8 Ληναίῳ
-
9 Ληναίωι
Ληναίῳ, Λήναιονbelonging to the wine-press: neut dat sg -
10 Ληναίων
Λήναιαbelonging to the wine-press: neut gen plΛήναιονbelonging to the wine-press: neut gen pl -
11 Λήναια
Λήναιαbelonging to the wine-press: neut nom /voc /acc plΛήναιονbelonging to the wine-press: neut nom /voc /acc pl -
12 ληναῖος
1 epith. of Dionysus, as god of the wine-press, D.S.3.63.2 [full] Λήναια (sc. ἱερά), τά, the Lenaea, an Athenian (also Rhodian, IG12(1).125) festival held in the month Ληναιών (i.e. Gamelion) in honour of Dionysus, at which there were dramatic contests, esp. of the Com. Poets, Ar.Ach. 1155 (lyr.).3 [full] Λήναιον, τό, the Lenaeum, the place at Athens where the Lenaea were held, οὑπὶ Ληναίῳ ἀγών the Lenaean dramatic contest, opp. τὰ κατ' ἄστυ, ib. 504, cf. Pl.Prt. 327d, Lex ap. D.21.10;Διονύσια τὰ ἐπὶ Ληναίῳ SIG1029.9
(iv B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ληναῖος
-
13 λῆναι
Grammatical information: f. pl.Derivatives: Sg. Λήνα as PN (Ambracia, Aitolia); ληνίς `Bakchantess' (Eust., Suid.). Besides Λήναια n. pl. name of a feast in Athens and elsewhere with ληναιών, - ῶνος m. monthname in Ionia (Hes. Op. 504 [cf. Wackernagel Unt. 179 and v. Wilamowitz Glaube 2, 61], inscr.), Λήναιον n. name of a region dedicated to Dionysos in Athens (Ar., Pl.), ληναϊκός `belonging to the Lenaians' (hell.), ληναΐτης `id.' (Ar.; Redard 113); ληναΐζω `celebrate the Lenaians' (Heraclit.); PN Ληναῖος, Ληναΐς. - Ληνεύς (Myconos) and Ληναῖος (D.S.) surname of Dionysos, ληνεύουσι βακχεύουσιν H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: If λῆναι in H. and as superscript to Theoc. 26 are a real dialectforms, the word cannot belong to ληνός `winepress', what was otherwise the most obvious(?). A better explanation however has not been found. V. Wilamowitz Glaube 2, 63 suspects Lydian origin. The IE explanation by Jacobsohn KZ 42, 264 n. 1 (from *λασ-ν-, to λάστη, λιλαίομαι), on itself not very probable, cannot be combined with Arc. Dor. λῆναι. - On λῆναι etc. s. also Nilsson Gr. Rel. 1, 575 f.Page in Frisk: 2,117Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λῆναι
См. также в других словарях:
Λήναιον — belonging to the wine press neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληναῖον — ληναῖος belonging to the wine press masc acc sg ληναῖος belonging to the wine press neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛЕНЕЙОН — • Λήναιον, см. Attica, Аттика, 12 … Реальный словарь классических древностей
Ληναίου — Λήναιον belonging to the wine press neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναίῳ — Λήναιον belonging to the wine press neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛИМНЫ — • Λίμναι, 1. город Мессении на границе Лаконии, в так называемом Дентальском округе. Насилие, совершенное здесь у храма Артемиды Лимнатидской мессенскими юношами над спартанскими девами, подало повод к 1 й Мессенской войне. На месте… … Реальный словарь классических древностей
DEMARCHI — Graece Δήμαρχοι, dicebantur in eadem Rep. praefecti τῶ Δήμων, quos illi, quando necesse erat, convocabant, eâdem potestate, quam prius Ναυκράροι vel Ναυκλάροι habuerant, (ut scribir Harpocration in Lexico, et Scholiastes Aristophan. ad haec verba … Hofmann J. Lexicon universale
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
Λήναια — Γιορτή της αρχαιότητας. Την τελούσαν στην Αθήνα προς τιμήν του Διονύσου, ο οποίος ονομαζόταν και Λήναιος ή Ληνεύς. Η γιορτή λάμβανε χώρα τη μικρότερη ημέρα του χρόνου κατά τον μήνα Γαμηλιώνα, ο οποίος επονομαζόταν και Ληναιών και αντιστοιχούσε… … Dictionary of Greek
λήναιος — (; – 170; π.Χ.). Αξιωματούχος στην Αυλή των Πτολεμαίων, που καταγόταν από την Κοίλη Συρία. Αυτός και ο ευνούχος Εύλαιος ήταν κηδεμόνες του βασιλιά Πτολεμαίου του Φιλομήτορα. Το 179 π.Χ. ενεπλάκη σε πόλεμο με τον Αντίοχο τον Επιφανή, επιφέροντας… … Dictionary of Greek
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek