-
1 λύσιος
A releasing, delivering, λύσιοι θεοί the gods who deliver from curse or sin, Pl.R. 366a; esp. Λύσιος, as epith. of Dionysus, Plu.2.613c, Corn.ND30, Orph.H.50.2, cf. Paus.9.16.6; λύσιοι τελεταί, of Dionysus Λύσιος, Phot. s. h. v.; also Λύσειος, Orph. H.42.4; voc. Λυσεῦ, ib.52.2 ( Κισσεῦ Lobeck).
См. также в других словарях:
λύσιος — Προσωνυμία του Διονύσου στη Σικυώνα και σε άλλες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας. * * * λύσιος, ία, ον, αρσ. και λύσειος (Α) 1. αυτός που λυτρώνει κάποιον από ένα κακό («λύσιοι θεοί», Πλάτ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύσιος επίκληση τού Διονύσου.… … Dictionary of Greek