Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Λύσειος

См. также в других словарях:

  • λύσιος — Προσωνυμία του Διονύσου στη Σικυώνα και σε άλλες περιοχές της αρχαίας Ελλάδας. * * * λύσιος, ία, ον, αρσ. και λύσειος (Α) 1. αυτός που λυτρώνει κάποιον από ένα κακό («λύσιοι θεοί», Πλάτ.) 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λύσιος επίκληση τού Διονύσου.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»