-
1 λύκιον
-
2 λύκιον
λύκιονdyer's buckthorn: neut nom /voc /acc sg -
3 λύκιον
-
4 λύκιον
-
5 λύκιον
Grammatical information: n.Meaning: `dyer's buckthorn, Rharnnus petiolaris', also decoction from it ( Peripl. M Rubr., Dsc., Gal.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: Perh. prop. "the Lycian (plant)" after its place of origin: Dsc. 1, 100 φύεται δε πλεῖστον ἐν Καππαδοκίᾳ καὶ Λυκίᾳ, though with the addition: καὶ ἐν ἄλλοις δε τόποις πολλοῖς. Cf. Strömberg Pflanzennamen 122.Page in Frisk: 2,143Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λύκιον
-
6 Λύκιον
Λύκιοςthe Lycians: masc acc sgΛύκιοςthe Lycians: neut nom /voc /acc sg -
7 λυκίοιο
λύκιονdyer's buckthorn: neut gen sg (epic) -
8 λυκίου
λύκιονdyer's buckthorn: neut gen sg -
9 λύκια
λύκιονdyer's buckthorn: neut nom /voc /acc pl -
10 πυξ-άκανθα
πυξ-άκανθα, ἡ, Buxbaumdorn, sonst Λύκιον.
-
11 λυκίοις
Λύκιοιthe Lycians: masc dat plλύκιονdyer's buckthorn: neut dat pl -
12 λυκίοισι
Λύκιοιthe Lycians: masc dat pl (epic ionic aeolic)λύκιονdyer's buckthorn: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
13 λυκίοισιν
Λύκιοιthe Lycians: masc dat pl (epic ionic aeolic)λύκιονdyer's buckthorn: neut dat pl (epic ionic aeolic) -
14 λυκίω
-
15 λυκίῳ
-
16 λυκίωι
λυκίῳ, λύκιονdyer's buckthorn: neut dat sg -
17 λυκίων
Λύκιοιthe Lycians: masc gen plλύκιονdyer's buckthorn: neut gen pl -
18 λύκι'
λύκια, λύκιονdyer's buckthorn: neut nom /voc /acc pl -
19 ἄνθρωπος
aσκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις O. 3.18
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.24
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44
φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες O. 7.54
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.23
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις O. 11.1
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68
μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.82
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
εἴ τιν' ἀνθρώπων P. 3.86
Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, —γινώσκομεν P. 3.112
ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.217
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) P. 8.96εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]ἄνθρωπ[ο Pae. 21.18
πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —I gods. —θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
“ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10
εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II heroes. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.III animals.πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
c a man, anyone καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳνοῆσαι N. 5.18
d woman “ καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98 “ τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” P. 9.33 -
20 γινώσκω
γῑνώσκω (γινώσκομεν, -οντι; γινώσκοντ(α): fut. med. pro act. γνώσομαι: impf. γίνωσκε, -ον: aor. ἔγνω, ἔγνον; γνῶθι; γνούς, γνόντα; γνῶναι: pf. ἔγνωκας, -εν: pass. γινώσκομαι)1 know, recognizea recognize (visually)τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86
τὸν μὲν ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός (byz.: ἔγνων) P. 4.120b recognize (facts)καὶ τότε γνοὺς Ἴσχυος Εἰλατίδα ξεινίαν κοίταν P. 3.31
γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἰμὲν αἴσας P. 3.60
γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν understand P. 4.263 εὖ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος τὸν καιρόν) P. 4.287τοῦτ' ἀνιαρότατον, καλὰ γινώσκοντ ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.288
φθέγμα μὲν πάγκοινον ἔγνωκας Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός understand fr. 188.c recognize, give recognition toἀδύλογοι δέ νιν λύραι μολπαί τε γινώσκοντι O. 6.97
ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν O. 7.83
τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον O. 13.3
Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν' ἐξ ἐπέων κελαδεννῶν γινώσκομεν P. 3.114
d know, recognize c. part. “ γίνωσκε δ' ἐπειγομένους” P. 4.34 ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον οὐκ ἀτιμάσαντά νιν ἑπτάπυλοι Θῆβαι (Ahrens: ἔγνων codd.) P. 9.79 pass.γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23
e know, recognize followed by indirect question.ὄτρυνον ἑταίρους, Αἰνέα, πρῶτον μὲν κελαδῆσαι, γνῶναί τ' ἔπειτ ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν O. 6.89
cf. P. 3.60
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λύκιον — dyer s buckthorn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκιον — το (Α λύκιον) βλ. λύκιος … Dictionary of Greek
Λύκιον — Λύκιος the Lycians masc acc sg Λύκιος the Lycians neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκίοιο — λύκιον dyer s buckthorn neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκίου — λύκιον dyer s buckthorn neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκίῳ — λύκιον dyer s buckthorn neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύκια — λύκιον dyer s buckthorn neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Boxthorn — African Boxthorn (Lycium ferocissimum) Scientific classification Kingdom: Plantae … Wikipedia
Lycium barbarum — Lycium barbarum … Wikipédia en Français
BDELLIUM — Graece Βδέλλιον, diminutiv. a Βδέλλα, quomodo aliquot locis Auctori Pertpli vocatur; Bedella, Marcello Empirico, crocon atque bedellam: apud Plantum in antiquis libris Bedellium, Salmasio est ex Hebraeo Bedolach, quae vox occurrit Numer. c. 11. v … Hofmann J. Lexicon universale
λύκιος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λυκάονα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Γιος του Ηρακλή και της Θεσπιάδας Toξικράτης. 3. Γιος του Κλείνιου από τη Μεσοποταμία. Παραβίασε εντολές του Απόλλωνα και μεταμορφώθηκε σε κοράκι. II (5ος αι. π.Χ.).… … Dictionary of Greek