-
1 Λυκιηθεν
-
2 Λυκίηθεν
Λυκίηθενfrom Lycia: indeclform (adverb) -
3 ἀπ-όρνυμαι
ἀπ-όρνυμαι (s. ὄρνυμι), von einem Orte aus aufbrechen, Λυκίηϑεν Il. 5, 105; ἔνϑεν Hes. Th. 9; sp. D., Ap. Rh. 1, 800; Col. 6.
-
4 απορνυμαι
-
5 Λυκία
-
6 ἀπόρνυμαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόρνυμαι
-
7 ἀπόρνυμαι
ἀπ-όρνυμαι ( ὄρνῦμι): set out from; Λυκιηθεν, Il. 5.105†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπόρνυμαι
-
8 Λυκίη
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Λυκίη
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский