Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

Λουξεμβούργο

См. также в других словарях:

  • Λουξεμβούργο — I Κράτος της κεντροδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με τη Γερμανία, στα Ν με τη Γαλλία, στα Δ και στα Β με το Βέλγιο.Το έδαφος του Λ. περιλαμβάνεται στα σύνορα που καθορίστηκαν το 1839, όταν η χώρα έχασε το δυτικό τμήμα της, πεδινό κατά το… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων — (ΕΤΕ). Το χρηματοπιστωτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Χρηματοδοτεί δημόσιες ή ιδιωτικές επενδύσεις, οι οποίες συμβάλλουν στην ισόρροπη ανάπτυξη, στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στην οικονομική και κοινωνική συνοχή, καθώς και στην οικονομία …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Άμεσα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), από το 1979. Αποτελείται από 626 μέλη που κατανέμονται σύμφωνα με τη συνθήκη: Γερμανία 93, Γαλλία 87, Ιταλία 87, Μεγάλη Βρετανία 87, Ισπανία 64, Ολλανδία 31, Βέλγιο 25, Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • Λορένη — I (γαλλ. Lorraine, γερμ. Lothringen). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική περιφέρεια (23.547 τ. χλμ., 2.310.376 κάτ. το 2000) της Γαλλίας, στο ανατολικό τμήμα της χώρας· η περιφέρεια περιλαμβάνει τους νομούς Μεζ (Μόσα), Μερτ ε Μοζέλ,… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Δικαστήριο — Δικαστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται από 15 δικαστές και 8 γενικούς εισαγγελείς, οι οποίοι διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων για εξαετή θητεία. Αν και στη συνθήκη δεν ορίζεται κατανομή των δικαστών ανά… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Συμβούλιο — Το κυριότερο όργανο λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται είτε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων των κρατών μελών (διάσκεψη κορυφής) είτε από τους αρμόδιους υπουργούς για συγκεκριμένα θέματα. Κάθε χώρα ασκεί την… …   Dictionary of Greek

  • ευρωπαϊσμός — Η ιδεολογία και οι προσπάθειες για την ενοποίηση της ευρωπαϊκής ενότητας. Από τότε που η εμφάνιση των ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών και η Μεταρρύθμιση, η οποία διαίρεσε τη δυτική χριστιανοσύνη, διέλυσαν τη μεσαιωνική ενότητα της χριστιανικής… …   Dictionary of Greek

  • Ζάαρλαντ — (Saarland Saar). Ομόσπονδο κρατίδιο (2.570 τ. χλμ., 1.071.801 κάτ. το 1999) της Γερμανίας με πρωτεύουσα τη Ζαρμπρίκεν (Saarbruecken, 184.300 κάτ.). Συνορεύει με το Λουξεμβούργο στα Δ, τη Γαλλία στα Ν και ΝΔ και με το ομόσπονδο κρατίδιο της… …   Dictionary of Greek

  • Μπενελούξ — (Benelux). Οικονομική ένωση της κεντρικής Ευρώπης, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, προδρομικός οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ονομασία Μ. προήλθε από τα πρώτα γράμματα των ονομάτων των τριών ευρωπαϊκών κρατών (BElgique = Βέλγιο, NEderland =… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»