-
1 Λητώος
-
2 Λητῷος
-
3 Λητωος
-
4 Λητωί
Λητῷοςof: fem voc sg -
5 Λητωίδα
Λητῷοςof: fem acc sg -
6 Λητωίδι
Λητῷοςof: fem dat sg -
7 Λητωίδος
Λητῷοςof: fem gen sg -
8 Λητωίς
Λητῷοςof: fem nom sg -
9 Λατωος
-
10 Λητώα
-
11 Λητῴα
-
12 Λητώας
-
13 Λητῴας
-
14 Λητώιον
-
15 Λητῶιον
-
16 Λητώον
-
17 Λητῷον
-
18 Λητώιας
Λητῴ̱ᾱς, Λητῷοςof: fem acc plΛητῴ̱ᾱς, Λητῷοςof: fem gen sg (doric aeolic) -
19 Λητώε
-
20 Λητῷε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λητώος — Λητῷος, δωρ. τ. Λατῷος, ῴα, ον, θηλ. και Λητωϊάς, άδος και Λητωΐς, δωρ. τ. Λατωΐς, ίδος (Α) [Λητώ] 1. αυτός που ανήκει στη Λητώ ή αυτός που έχει γεννηθεί από τη Λητώ («καὶ γὰρ ἐγὼ Λητωϊὰς ὥσπερ Ἀπόλλων», Καλλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ Λητῷον ο… … Dictionary of Greek
Λητῷος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητῷον — Λητῷος of masc acc sg Λητῷος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητωί — Λητῷος of fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητωίδα — Λητῷος of fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητωίδι — Λητῷος of fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητωίδος — Λητῷος of fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητωίς — Λητῷος of fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητῷε — Λητῷος of masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητῴα — Λητῴ̱ᾱ , Λητῷος of fem nom/voc/acc dual Λητῴ̱ᾱ , Λητῷος of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λητῴας — Λητῴ̱ᾱς , Λητῷος of fem acc pl Λητῴ̱ᾱς , Λητῷος of fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)