Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Λητῷος

См. также в других словарях:

  • Λητώος — Λητῷος, δωρ. τ. Λατῷος, ῴα, ον, θηλ. και Λητωϊάς, άδος και Λητωΐς, δωρ. τ. Λατωΐς, ίδος (Α) [Λητώ] 1. αυτός που ανήκει στη Λητώ ή αυτός που έχει γεννηθεί από τη Λητώ («καὶ γὰρ ἐγὼ Λητωϊὰς ὥσπερ Ἀπόλλων», Καλλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. α) τὸ Λητῷον ο… …   Dictionary of Greek

  • Λητῷος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητῷον — Λητῷος of masc acc sg Λητῷος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητωί — Λητῷος of fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητωίδα — Λητῷος of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητωίδι — Λητῷος of fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητωίδος — Λητῷος of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητωίς — Λητῷος of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητῷε — Λητῷος of masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητῴα — Λητῴ̱ᾱ , Λητῷος of fem nom/voc/acc dual Λητῴ̱ᾱ , Λητῷος of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λητῴας — Λητῴ̱ᾱς , Λητῷος of fem acc pl Λητῴ̱ᾱς , Λητῷος of fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»