Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ληναικος

См. также в других словарях:

  • Ληναικός — Ληναϊκός , Ληναικός of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληναϊκός — ληναϊκός, ή, όν (Α) [ληναίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Λήναια …   Dictionary of Greek

  • Ληναικά — Ληναϊκά , Ληναικός of neut nom/voc/acc pl Ληναϊκά̱ , Ληναικός of fem nom/voc/acc dual Ληναϊκά̱ , Ληναικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ληναικῶν — Ληναϊκῶν , Ληναικός of fem gen pl Ληναϊκῶν , Ληναικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ληναικόν — Ληναϊκόν , Ληναικός of masc acc sg Ληναϊκόν , Ληναικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληναΐτης — ληναΐτης, ὁ (Α) [Λήναι] ληναϊκός* …   Dictionary of Greek

  • Ληναικοῖς — Ληναϊκοῖς , Ληναικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ληναικούς — Ληναϊκούς , Ληναικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ληναικάς — Ληναϊκά̱ς , Ληναικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ληναικήν — Ληναϊκήν , Ληναικός of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»