-
1 Ληναικός
Ληναϊκός, Ληναικόςof: masc nom sg -
2 ληναϊκός
-
3 Ληναικος
-
4 ληναϊκός
-
5 Ληναϊκός
A of or belonging to theΛήναια, ἀγῶνες Posidipp.
ap. Ath.7.414e;διδασκαλίαι Plu.2.839d
;θέατρον Λ. Poll.4.121
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ληναϊκός
-
6 Ληναικά
Ληναϊκά, Ληναικόςof: neut nom /voc /acc plΛηναϊκά̱, Ληναικόςof: fem nom /voc /acc dualΛηναϊκά̱, Ληναικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 Ληναιτης
-
8 Ληναικών
-
9 Ληναικῶν
-
10 Ληναικόν
Ληναϊκόν, Ληναικόςof: masc acc sgΛηναϊκόν, Ληναικόςof: neut nom /voc /acc sg -
11 ληνᾱΐτης
ληνᾱΐτης, = ληναϊκός, ϑόρυβος, Ar. Equ. 544, das Beifallklatschen am Lenäenfest.
-
12 Ληναικοίς
-
13 Ληναικοῖς
-
14 Ληναικούς
Ληναϊκούς, Ληναικόςof: masc acc pl -
15 Ληναικάς
Ληναϊκά̱ς, Ληναικόςof: fem acc pl -
16 Ληναικήν
Ληναϊκήν, Ληναικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 εὖα
εὖα· ἐπιφημισμὸς ληναϊκὸς καὶ μυστικός, Hsch.IIIεὐά· τράγου φωνῆς μίμημα Anon.
ap. Suid. -
18 Ληναΐτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ληναΐτης
См. также в других словарях:
Ληναικός — Ληναϊκός , Ληναικός of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληναϊκός — ληναϊκός, ή, όν (Α) [ληναίος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Λήναια … Dictionary of Greek
Ληναικά — Ληναϊκά , Ληναικός of neut nom/voc/acc pl Ληναϊκά̱ , Ληναικός of fem nom/voc/acc dual Ληναϊκά̱ , Ληναικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναικῶν — Ληναϊκῶν , Ληναικός of fem gen pl Ληναϊκῶν , Ληναικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναικόν — Ληναϊκόν , Ληναικός of masc acc sg Ληναϊκόν , Ληναικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληναΐτης — ληναΐτης, ὁ (Α) [Λήναι] ληναϊκός* … Dictionary of Greek
Ληναικοῖς — Ληναϊκοῖς , Ληναικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναικούς — Ληναϊκούς , Ληναικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναικάς — Ληναϊκά̱ς , Ληναικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ληναικήν — Ληναϊκήν , Ληναικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)