-
1 Λαμν-
дор. = Λημν- -
2 Λᾶμνος
См. также в других словарях:
Τρωΐς — ΐδος, ἡ, Α η Τρωάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρώς + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Λημν ίς)] … Dictionary of Greek
1 Λαμν-
2 Λᾶμνος
Τρωΐς — ΐδος, ἡ, Α η Τρωάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τρώς + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Λημν ίς)] … Dictionary of Greek