-
1 Λειψυδριον
τό Лепсидрий ( безводная местность в Аттике близ Декелеи) Her. -
2 Λειψύδριον
Λειψύδριονwant of water: neut nom /voc /acc sg -
3 λειψύδριον
λειψ-ύδριον, τό, die wasserlose Gegend, bes. die am Berge Parnes in Attika -
4 λιψ-ύδριον
λιψ-ύδριον, τό, = λειψύδριον (?).
-
5 Λειψυδρίω
-
6 Λειψυδρίῳ
-
7 Λειψυδρίωι
Λειψυδρίῳ, Λειψύδριονwant of water: neut dat sg -
8 λειψυδρία
λειψυδρία, ἡ,A want of water, Thphr.CP5.12.1, Plb.34.9.6, Str.16.1.10, D.S.1.52, Sammelb.4416.14 (ii A.D.): [full] Λειψύδριον, τό, a waterless district near Mt. Parnes in Attica, Scol.14, Hdt.5.62, Ar.Lys. 665.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λειψυδρία
См. также в других словарях:
Λειψύδριον — want of water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειψύδριον — Αρχαίο οχυρό της Αττικής, στην Πάρνηθα. Το 513 π.Χ. οχυρώθηκαν εκεί οι Αλκμαιωνίδες που πολεμούσαν τους Πεισιστρατίδες. Το Λ. βρισκόταν σε ύψωμα ανάμεσα στο Μενίδι και στο Τατόι, όπου διακρίνονται ακόμα τα ίχνη της οχύρωσης. * * * λειψύδριον, τὸ… … Dictionary of Greek
Λειψυδρίῳ — Λειψύδριον want of water neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λειψυδρίωι — Λειψυδρίῳ , Λειψύδριον want of water neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)