-
1 αυλη
дор. αὐλά ἥ1) двор (внешний Hom. или внутренний Her., Arph., Plat., Plut.)2) дворовая ограда(αὐ. ὑψηλή Hom.)
3) дом, жилище(Ζηνός Hom.; Ἡρακλέος Pind.; ἀγρονόμοι αὐλαί Soph.)
αὐ. νεκύων Eur. — царство мертвых4) храм(παιδὸς τᾶς Λατοῦς Eur.)
5) царский двор, дворец Men., Polyb.οἱ περὴ τέν αὐλήν Polyb. — придворные, царедворцы
-
2 ειλισσω...
εἱλίσσω...ἑλίσσω, εἱλίσσωатт. ἑλίττω и εἱλίττω (impf. εἵλισσον, fut. ἑλίξω, aor. εἵλιξα; pass.: aor. εἱλίχθην, pf. εἵλιγμαι, ppf. εἱλίγμην)1) кружить, крутить(στρόμβοι κόνιν εἱλίσσουσι Aesch.)
2) вращать, поворачиватьε. βλέφαρα Eur. — оглядываться вокруг, озираться;
ἑλίξασθαι ἔν τινι Hom. — повернуться лицом к кому-л.;ἑλιξάμενος καθ΄ ὅμιλον Hom. — повернувшись к толпе;ἑλίσσεσθαι ἔνθα καὴ ἔνθα Hom. — поворачиваться с боку на бок;ε. (v. l. ἐρέσσειν) πλάταν Soph. — грести, плыть;ἐν τούτοις ἑλίττεται ἥ δόξα ἀληθής Plat. — это и является областью правильного мнения3) катить(αἰθέρ κοινὸν φάος εἱλίσσων Aesch.; Ἥλιος ἵπποισιν εἱλίσσων φλόγα Eur.)
ἑλίξασθαί τι σφαιρηδόν Hom. — бросить что-л. словно мяч4) наматывать(πλόκαμον περὴ ἄτρακτον Her.; λίνον ἡλακάτᾳ Eur.)
τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι Her. — головы они обвязывали митрами5) обвивать, охватывать, окружать(ὅπλοις Ἀργείων στρατόν Eur.)
ἑλίξαι χεῖρας ἀμφὴ γόνυ τινός Eur. — обнять руками чьи-л. колени;ὅ περὴ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch. — обтекающий всю землю Океан6) обдумывать(μῆτίν τινα Soph. - v. l. ἐρέσσειν)
τοιαῦθ΄ ἑλίσσων Soph. — размышляя таким образом7) объезжать, огибать(περὴ τέρματα Hom.)
8) (тж. ε. πόδα и ε. θιάσους Eur.) кружиться в пляске, водить хоровод(εἱλίσσων χορός Eur.)
Λατοῦς γόνον ε. καλλίχορον Eur. — пышными плясками славить детей Лето;εἱλισσόμεναι κύκλια κόραι Eur. — ведущие хоровод девы9) скручивать, свивать, свертывать(τὸ περιβόλαιον NT.)
; med. извиваться, быть извилистым(ποταμὸς εἱλιγμένος Hes.; πόροι ἑλισσόμενοι Arst.; ὅ Νεῖλος ἐλίττεται πρὸς τέν μεσημβρίαν Diod.)
10) сплетать, вплетать11) med. хлопотать, быть занятым, трудиться -
3 ελισσω
ἑλίσσω, εἱλίσσωатт. ἑλίττω и εἱλίττω (impf. εἵλισσον, fut. ἑλίξω, aor. εἵλιξα; pass.: aor. εἱλίχθην, pf. εἵλιγμαι, ppf. εἱλίγμην)1) кружить, крутить(στρόμβοι κόνιν εἱλίσσουσι Aesch.)
2) вращать, поворачиватьε. βλέφαρα Eur. — оглядываться вокруг, озираться;
ἑλίξασθαι ἔν τινι Hom. — повернуться лицом к кому-л.;ἑλιξάμενος καθ΄ ὅμιλον Hom. — повернувшись к толпе;ἑλίσσεσθαι ἔνθα καὴ ἔνθα Hom. — поворачиваться с боку на бок;ε. (v. l. ἐρέσσειν) πλάταν Soph. — грести, плыть;ἐν τούτοις ἑλίττεται ἥ δόξα ἀληθής Plat. — это и является областью правильного мнения3) катить(αἰθέρ κοινὸν φάος εἱλίσσων Aesch.; Ἥλιος ἵπποισιν εἱλίσσων φλόγα Eur.)
ἑλίξασθαί τι σφαιρηδόν Hom. — бросить что-л. словно мяч4) наматывать(πλόκαμον περὴ ἄτρακτον Her.; λίνον ἡλακάτᾳ Eur.)
τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι Her. — головы они обвязывали митрами5) обвивать, охватывать, окружать(ὅπλοις Ἀργείων στρατόν Eur.)
ἑλίξαι χεῖρας ἀμφὴ γόνυ τινός Eur. — обнять руками чьи-л. колени;ὅ περὴ πᾶσαν εἱλισσόμενος χθόνα Ὠκεανός Aesch. — обтекающий всю землю Океан6) обдумывать(μῆτίν τινα Soph. - v. l. ἐρέσσειν)
τοιαῦθ΄ ἑλίσσων Soph. — размышляя таким образом7) объезжать, огибать(περὴ τέρματα Hom.)
8) (тж. ε. πόδα и ε. θιάσους Eur.) кружиться в пляске, водить хоровод(εἱλίσσων χορός Eur.)
Λατοῦς γόνον ε. καλλίχορον Eur. — пышными плясками славить детей Лето;εἱλισσόμεναι κύκλια κόραι Eur. — ведущие хоровод девы9) скручивать, свивать, свертывать(τὸ περιβόλαιον NT.)
; med. извиваться, быть извилистым(ποταμὸς εἱλιγμένος Hes.; πόροι ἑλισσόμενοι Arst.; ὅ Νεῖλος ἐλίττεται πρὸς τέν μεσημβρίαν Diod.)
10) сплетать, вплетать11) med. хлопотать, быть занятым, трудиться -
4 ερνος
- εος τό1) побег, молодая ветвь(ἐλαίης Hom.; φοίνικος Hom., Pind.; δάφνης Eur.)
2) перен. отпрыск, дитя(ἔρνεα Λατοῦς Pind.; φίλτατα ἔρνη Soph.; Κύπριδος Arph.)
3) плод(τῆς νηδύος Eur.; sc. τῆς ἐρίκης Plut.)
-
5 ευαιων
-
6 ευπαις
- παιδος adj.1) счастливый в своих детях HH., Eur., Her., Anth.2) ( о детях) отличный, замечательный(Λατοῦς γόνος Eur.)
-
7 προμαντις
I- εως, ион. ιος adj. прорицающий, вещий(Δίκα Soph.; παῖς Λατοῦς Eur.)
π. θυμός Eur. — вещее сердцеII- εως, ион. ιος ὅ и ἥ жрец и жрица, прорицатель(ница)(ἥ π. ἥ ἐν Δελφοῖς Thuc.; Δωδωναίων αἱ προμάντιες Her.)
-
8 ωδις
1) преимущ. pl. родовые боли Hom., Pind.ὠ. παίδων Soph. и αἱ δι΄ ὠδίνων γοναί Eur. — мучительные роды
2) плод родовых мук, т.е. отпрыск, дитя Aesch., Pind., Arst.Λατοῦς ὠ. Eur. — дитя Лето, т.е. Артемида;
ἄπτερος ὠ. τέκνων Eur. — выводок неоперившихся птенцов;Νιόβη ἑπτὰ δὴς ὠδίνων μυρομένη θάνατον Anth. — Ниоба, оплакивающая смерть (своих) четырнадцати детей3) тж. pl. боль, мука, мучение, терзание Aesch., Soph. -
9 ωη!
ὠή!ὠή, τὸν Λατοῦς αὐδῶ! Eur. — послушай, я обращаюсь к тебе, сыну Лето!
См. также в других словарях:
Λατοῦς — Λᾱτοῦς , Λητώ of fem nom/voc pl Λᾱτοῦς , Λητώ of fem gen sg Λᾱτοῦς , Λητώ of fem voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… … Dictionary of Greek
καλλίχορος — καλλίχορος, ον (Α) 1. (για πόλεις) αυτός που έχει ωραίους τόπους για χορό («παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ωραίους χορούς («τρόπον τὸν καλλιχορώτατον παίζοντες», Αριστοφ.) 3. (για τον Απόλλωνα) ο καλός… … Dictionary of Greek
Άγιος Νικόλαος — I Ονομασία 37 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 10 κάτ.) στην πρώην επαρχία Άργους του νομού Αργολίδος. Βρίσκεται στα νότια της λίμνης Στυμφαλίας και στα βορειοδυτικά της επαρχίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλέας. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Αγίου Νικολάου — Tο Αρχαιολογικό Μουσείο Αγίου Νικολάου (Kωνσταντίνου Παλαιολόγου 74, Άγιος Νικόλαος Κρήτης) δημιουργήθηκε το 1970 για να στεγάσει τα πολυάριθμα νέα αρχαιολογικά ευρήματα από τις ανασκαφές της ανατολικής Kρήτης. Στις έξι αίθουσες του μουσείου και… … Dictionary of Greek
Ντεμπόρντ-Βαλμόρ, Μαρσελίν — (MarcelineDesbordes Valmore, Ντουέ 1786 – Παρίσι 1859). Γαλλίδα ποιήτρια. Η ζωή της υπήρξε μια σειρά από οδυνηρές δοκιμασίες: ο θάνατος της μητέρας της, την οποία είχε ακολουθήσει στη Γουαδελούπη, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης· ένας μεγάλος άτυχος … Dictionary of Greek
Σενιέ — (Chenier). Επώνυμο δύο Γάλλων ποιητών. 1. Αντρέ (Κωνσταντινούπολη 1762 Παρίσι 1794). Γιος διπλωμάτη, σπούδασε στη Γαλλία, έπειτα ταξίδεψε στην Ελβετία και στην Ιταλία και έζησε τρία χρόνια στη Μεγάλη Βρετανία ως γραμματέας πρεσβείας. Μετά την… … Dictionary of Greek