Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Λατινική

См. также в других словарях:

  • λατινική — Αρχαία γλώσσα, που αποτέλεσε τη βάση για τη δημιουργία των γλωσσών που ομιλούνται σήμερα στις περισσότερες χώρες της δυτικής (και όχι μόνο) Ευρώπης, όπως η ιταλική, η γαλλική, η ισπανική, η πορτογαλική και η ρουμανική. Ξεκίνησε ως γλώσσα της… …   Dictionary of Greek

  • Λατινική Αμερική — Ονομασία που επικράτησε για τα λατινόφωνα κράτη της Νότιας (κυρίως) και της Κεντρικής Αμερικής. Βλ. λ. Αμερική …   Dictionary of Greek

  • Λατινική Νομισματική Ένωση — Διεθνής οικονομική οργάνωση. Συγκροτήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1865 αρχικά από τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο και την Ελβετία, ενώ το 1868 προσχώρησε σε αυτήν και η Ελλάδα. Σκοπός της Λ.Ν.Ε. ήταν ο διακανονισμός του ισχύοντος νομισματικού… …   Dictionary of Greek

  • Άβε Μαρία — Λατινική φράση (Χαίρε Μαρία) με την οποία αρχίζει ο πιο γνωστός ύμνος των καθολικών στην Παναγία. Περιλαμβάνει τρία μέρη: α) τον χαιρετισμό του αρχάγγελου Γαβριήλ στην Παναγία «Ave Maria gratia plena, Dominus tecum benedicta tu in mulieribus»… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»