-
1 λαομέδων
A ruler of the people, in Hom. as pr. n.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαομέδων
-
2 μέδω
Grammatical information: v.Meaning: `rule, govern' (Emp., trag.),Other forms: only pres., ptc. μέδων `ruler' (Hom.; like ἄρχων), f. - ουσα "the governing", name of one of the Gorgons (Hes.), also μεδέων, - έοντος `id.' (Il., h. Merc.), f. - έουσα (h. Hom., Hes.); PN Μέδων, Λαο-μέδων etc., name of a town Μεδεών (Boeotia) "place, where the government is, Regierungsstadt"(?); cf. Solmsen Wortforsch. 41ff., Fraenkel Nom. ag. 1, 67 n. 3, Leumann Hom. Wörter 326, Schwyzer 488. (Also - έω? Schulze Kl. Schr. 678.)Derivatives: μέδομαι `care for sthing, think of sth., be prepared for' (Il.), only pres. except μεδήσομαι I 650. -- From here μεδίμῳ ἥρωι H.; prob. after κύδιμος, δόκιμος a. o., Schwyzer 494 n. 9.Etymology: In the sense of `think of sth., be prepared for sth.' μέδομαι answers completely the Lat. frequentative meditor, - ārī `reflect', beside which we find partly the primary verb medeor, - ērī (s. below), partly the primary noun modus `measure' with modius, modestus, moderor. Celtic has several cognates, e.g. OIr. mess `iudicium' (\< * med-tu-), air-med `measure'. The basic meaning `measure' is found in Germ.: Goth. mitan (with miton `meassure, consider'), OE metan, NHG messen etc. An old special meaning shows Lat. medeor `heal' (prop. `take measures' v.s.?), just like Av. vī-mad- `healer, physician'. Further forms in WP. 2, 259 f., Pok. 705 f., W.-Hofmann a. Ernout-Meillet s. meditor and medeor, also Fraenkel Wb. s. mãtas. -- As lengthened grade form we have μήδομαι, s.v.Page in Frisk: 2,191Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μέδω
См. также в других словарях:
λαομέδων — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Τροίας, γιος του Ίλου και της Ευρυδίκης, πατέρας πολλών παιδιών, μεταξύ των οποίων και του Πριάμου και της Ησιόνης. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι ο Λ. αρνήθηκε να καταβάλει στον Ποσειδώνα και στον Απόλλωνα,… … Dictionary of Greek
Ιππομέδων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ταλαού ή του Αριστόμαχου, αδελφός ή ανιψιός του Αδράστου. Καταγόταν από το Άργος ή τις Μυκήνες. Έμενε σε ένα χωριό κοντά στη Λέρνα και διακρινόταν για τη σωματική ανάπτυξη και τη δύναμή του. Πήρε μέρος στην… … Dictionary of Greek
ποντομέδων — οντος, ὁ, ετερόκλ. γεν. ποντομέδοιο, Α (ιδίως για τον Ποσειδώνα) ο άρχοντας τής θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. θαλασσο μέδων, λαο μέδων)] … Dictionary of Greek
Ολυμπομέδων — Ὀλυμπομέδων, οντος, ὁ (Α) ο κυρίαρχος τού Ολύμπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὄλυμπος + μέδων (πρβλ. Λαο μέδων)] … Dictionary of Greek
ναυμέδων — (Α) (ως προσωνυμία τού Ποσειδώνος) ο προστάτης, ο άρχοντας τών πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + μέδων «κυρίαρχος, κύριος» (πρβλ. λαο μέδων)] … Dictionary of Greek
υψιμέδων — οντος, ὁ, θηλ. ύψιμέδουσα, Α 1. (για τον Δία) αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει στα ύψη («ὑψιμέδοντα... θεῶν Ζῆνα», Αριστοφ.) 2. μτφ. (για βουνό) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέδων «κυρίαρχος» (πρβλ. λαο μέδων)] … Dictionary of Greek