-
1 Λακεδαιμονιος
-
2 Λακεδαιμόνιος
Λακεδαιμόνιοςmasc nom sg -
3 Λακεδαιμόνιος
1 SpartanΛακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν P. 4.257
Ἀλατ[ Λα]κεδαιμ[ον (supp. Lobel) fr. 6a. i. pro subs., ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) I. 7.14 test., v. fr. 199. -
4 Λακεδαιμόνιος
Ispartalı -
5 Λακεδαιμονίω
Λακεδαιμόνιοςmasc /neut nom /voc /acc dualΛακεδαιμόνιοςmasc /neut gen sg (doric aeolic)——————Λακεδαιμόνιοςmasc /neut dat sg -
6 Λακεδαιμονίων
Λακεδαιμόνιοςfem gen plΛακεδαιμόνιοςmasc /neut gen pl -
7 Λακεδαιμονίως
ΛακεδαιμόνιοςadverbialΛακεδαιμόνιοςmasc acc pl (doric) -
8 Λακεδαιμόνιον
Λακεδαιμόνιοςmasc acc sgΛακεδαιμόνιοςneut nom /voc /acc sg -
9 Λακεδαιμονίην
Λακεδαιμόνιοςfem acc sg (epic ionic) -
10 Λακεδαιμονίης
Λακεδαιμόνιοςfem gen sg (epic ionic) -
11 Λακεδαιμονίοις
Λακεδαιμόνιοςmasc /neut dat pl -
12 Λακεδαιμονίοισι
Λακεδαιμόνιοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
13 Λακεδαιμονίοισιν
Λακεδαιμόνιοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
14 Λακεδαιμονίου
Λακεδαιμόνιοςmasc /neut gen sg -
15 Λακεδαιμονίους
Λακεδαιμόνιοςmasc acc pl -
16 Λακεδαιμόνια
Λακεδαιμόνιοςneut nom /voc /acc pl -
17 Λακεδαιμόνιαι
Λακεδαιμόνιοςfem nom /voc pl -
18 Λακεδαιμόνιε
Λακεδαιμόνιοςmasc voc sg -
19 Λακεδαιμόνιοι
Λακεδαιμόνιοςmasc nom /voc pl -
20 Λακεδαιμονία
Λακεδαιμονίᾱ, Λακεδαιμόνιοςfem nom /voc /acc dualΛακεδαιμονίᾱ, Λακεδαιμόνιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Λακεδαιμονίᾱͅ, Λακεδαιμόνιοςfem dat sg (attic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Λακεδαιμόνιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμόνιος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός, γιος του Κίμωνα. Ο πατέρας του τον ονόμασε έτσι, για τους ίδιους λόγους που είχε ονομάσει και τους δύο άλλους γιους του Θεσσαλό και Ηλείο, επειδή δηλαδή ήθελε ο οίκος του να είναι γνήσιος ελληνικός και να… … Dictionary of Greek
Λακεδαιμόνιος — ο ο κάτοικος της αρχαίας Σπάρτης, της Λακωνίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λακεδαιμονίω — Λακεδαιμόνιος masc/neut nom/voc/acc dual Λακεδαιμόνιος masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίων — Λακεδαιμόνιος fem gen pl Λακεδαιμόνιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίως — Λακεδαιμόνιος adverbial Λακεδαιμόνιος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμόνιον — Λακεδαιμόνιος masc acc sg Λακεδαιμόνιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίην — Λακεδαιμόνιος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίης — Λακεδαιμόνιος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίοις — Λακεδαιμόνιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίοισι — Λακεδαιμόνιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)