Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Λακεδαιμόνιος

См. также в других словарях:

  • Λακεδαιμόνιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακεδαιμόνιος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός, γιος του Κίμωνα. Ο πατέρας του τον ονόμασε έτσι, για τους ίδιους λόγους που είχε ονομάσει και τους δύο άλλους γιους του Θεσσαλό και Ηλείο, επειδή δηλαδή ήθελε ο οίκος του να είναι γνήσιος ελληνικός και να… …   Dictionary of Greek

  • Λακεδαιμόνιος — ο ο κάτοικος της αρχαίας Σπάρτης, της Λακωνίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λακεδαιμονίω — Λακεδαιμόνιος masc/neut nom/voc/acc dual Λακεδαιμόνιος masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακεδαιμονίων — Λακεδαιμόνιος fem gen pl Λακεδαιμόνιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακεδαιμονίως — Λακεδαιμόνιος adverbial Λακεδαιμόνιος masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακεδαιμόνιον — Λακεδαιμόνιος masc acc sg Λακεδαιμόνιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακεδαιμονίην — Λακεδαιμόνιος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακεδαιμονίης — Λακεδαιμόνιος fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακεδαιμονίοις — Λακεδαιμόνιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λακεδαιμονίοισι — Λακεδαιμόνιος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»