-
1 Λακεδαιμονία
Λακεδαιμονίᾱ, Λακεδαιμόνιοςfem nom /voc /acc dualΛακεδαιμονίᾱ, Λακεδαιμόνιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————Λακεδαιμονίᾱͅ, Λακεδαιμόνιοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Λακεδαιμονίᾳ
Βλ. λ. Λακεδαιμονία -
3 Λακεδαιμόνια
Λακεδαιμόνιοςneut nom /voc /acc pl -
4 Λακεδαιμονίας
Λακεδαιμονίᾱς, Λακεδαιμόνιοςfem acc plΛακεδαιμονίᾱς, Λακεδαιμόνιοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
5 Λακεδαιμονίαι
Λακεδαιμονίᾱͅ, Λακεδαιμόνιοςfem dat sg (attic doric aeolic) -
6 Λακεδαιμονίαν
Λακεδαιμονίᾱν, Λακεδαιμόνιοςfem acc sg (attic doric aeolic) -
7 Λάκων
Λάκων. -ωνοςGrammatical information: m., f.Meaning: `Laconian, Lacedaimonian, or f.', name of the inhabitant of Laconia (Lacedaimon), also as adj. (f. also Λακωνίς) `laconian, lacedaimonian' (Thgn., Pi.).Other forms: ΛάκαιναCompounds: Few compp. like λακωνο-μανέω `imitate Lacedaemonian manners', μισο-λάκων `Laonia(n)-hater, enemy of Sparta' (Ar.).Derivatives: Λακωνικός `Laconian' (IA.), Λα-κώνιον name of a female cloth (pap.); λακωνίζω `behave like a L., be minded like.., speak like etc.' (Att. ; Schwyzer 736) with Λακων-ισταί m. pl. `partisan of the L.' (Fraenkel Nom. ag. 2, 71), - ισμός `L.-friedly behaviour' (X.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Acc. to Dittenberger Herm. 41, 196 hypocoristic for official Λακεδαιμόνιος, why f. Λάκαινα (for Λακεδαιμονία) is almost alone; vgl. Chantraine Études 108 w. n. 2. Krahe IF 57, 119 connects the name as prob. Illyrian with Lacinium promontory in southern Italy, Iuno Lacinia. Fur. 171 n. 117 thinks that the suffix - αινα is Pre-Greek.Page in Frisk: 2,76Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Λάκων
См. также в других словарях:
Λακεδαιμονία — Λακεδαιμονίᾱ , Λακεδαιμόνιος fem nom/voc/acc dual Λακεδαιμονίᾱ , Λακεδαιμόνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίᾳ — Λακεδαιμονίᾱͅ , Λακεδαιμόνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμόνια — Λακεδαιμόνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίας — Λακεδαιμονίᾱς , Λακεδαιμόνιος fem acc pl Λακεδαιμονίᾱς , Λακεδαιμόνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίαι — Λακεδαιμονίᾱͅ , Λακεδαιμόνιος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμονίαν — Λακεδαιμονίᾱν , Λακεδαιμόνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Δράμαλης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Δημήτριος. Καταγόταν από τη Λακεδαιμονία αλλά αργότερα εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση ακολούθησε μαζί με άλλους ομογενείς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην Ελλάδα και πολέμησε στη Στερεά υπό τις… … Dictionary of Greek