Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Λάφρια

См. также в других словарях:

  • Λαφρία — Λαφρίᾱ , Λάφρια fem nom/voc/acc dual Λαφρίᾱ , Λαφρία fem nom/voc/acc dual Λαφρίᾱ , Λαφρία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Λαφρίᾱ , Λαφρίη fem nom/voc/acc dual Λαφρίᾱ , Λαφρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάφρια — fem nom/voc sg Λάφρια neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λάφρια — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στην περιοχή της αρχαίας Καλυδώνας. * * * Λάφρια και Λαφρίεια, τὰ (Α) [Λαφρία] εορτή στην Πάτρα, στους Δελφούς, στην Υάμπολη και αλλού προς τιμήν τής Λαφρίας Αρτέμιδος …   Dictionary of Greek

  • Λαφρία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στην περιοχή της αρχαίας Καλυδώνας. * * * Λαφρία, ἡ (Α) προσωνυμία τής θεάς Αρτέμιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε αμάρτυρο τ. *Λαφορία < λαοφόρος «μεγάλος δρόμος» (πρβλ. Αγυιεύς, επίθ. τού… …   Dictionary of Greek

  • λαφρία — Προσωνυμία της θεάς Άρτεμης στην περιοχή της αρχαίας Καλυδώνας. * * * και λάφριος, η ζωολ. γένος μεγάλων σαρκοφάγων μυγών τού βόρειου ημισφαιρίου, που ανήκει στην οικογένεια ασιλίδες …   Dictionary of Greek

  • Λαφρίας — Λαφρίᾱς , Λάφρια fem acc pl Λαφρίᾱς , Λάφρια fem gen sg (attic doric aeolic) Λαφρίᾱς , Λαφρία fem acc pl Λαφρίᾱς , Λαφρία fem gen sg (attic doric aeolic) Λαφρίᾱς , Λαφρίη fem acc pl Λαφρίᾱς , Λαφρίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαφρίαν — Λαφρίᾱν , Λαφρία fem acc sg (attic doric aeolic) Λαφρίᾱν , Λαφρίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Atenea — Saltar a navegación, búsqueda Atenea Partenos. Mármol griego firmado ANTIOCHOS, copia del siglo I del original de Fidias del siglo V que se erigió en la Acrópolis. En la mitología griega, Atenea o Atena (en ático …   Wikipedia Español

  • АФИНА ПАЛЛАДА —    • Παλλὰς Άθήνη,          Άθηναίη, Άθηνα̃, дочь сильного отца (Όβριμοπάτρη, Ноm. Od. 1, 101), Зевса, не имевшая матери. Гесиод (Hesiod. theog. 886 слл. ср. Hom. hymn. 28. ει̉ς Άθηνα̃ν) говорит, что она родилась из головы Зевса, после того как… …   Реальный словарь классических древностей

  • Артемида — Богиня охоты, покровительница всего живого …   Википедия

  • Laphria — LAPHRIA, æ, Gr, Λαφρία, ας, ein Beynamen der Diana, welche insonderheit von denen zu Paträ in Achaia verehret wurde. Es erhielt solchen die Britomartis zuerst, als sie sich nach Cephallenien gewandt hatte. Ant. Liber. Metam. c. 40. Ihre Bildsäule …   Gründliches mythologisches Lexikon

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»