-
1 Λάτμιον
Λάτμιοςmasc acc sgΛάτμιοςneut nom /voc /acc sg -
2 κνώσσω
A slumber, Od.4.809, Simon.37.6, Pi.O.13.71, P.1.8, Theoc. 21.65, AP5.293.11 (Agath.), etc.: prov., Λάτμιον κνώσσεις 'you sleep like a top', Herod.8.10. -
3 λάθριος
Aλαθραῖος, κλέμματα S.Ichn.66
(lyr.);ἐρετμοί Pl.Com.3
;ἐπιθυμίαι Men.535.7
; φιλάματα, εὐνά, Bion 2.6; of a person,ἐπ' οὔατα λάθριος εἶπεν Call.Ap. 105
;λ. γαμέτης Epigr.Gr.336.5
([place name] Troas); of a place,λ. νάπος Theoc.20.39
codd. ( Λάτμιον Wilamowitz): neut. pl. as Adv., secretly, Call.Del. 241; λάθρια μὲν γελάοισα treacherously (v.l. for λάθρῃ), Theoc.1.96.II Λαθρίη, ἡ, epith. of Aphrodite, AP6.300.1 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λάθριος
-
4 Λάτμιος
Λάτμιος, α, ον, Latmian, Λάτμιον κνώσσεις (sc. ὕπνον), i.e. like Endymion on Latmos, Herod.8.10; cj. for λάθριον in Theoc.20.39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Λάτμιος
См. также в других словарях:
Λάτμιον — Λάτμιος masc acc sg Λάτμιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνώσσω — (Α) 1. κοιμάμαι («περίφρων Πηνελόπεια ἡδὺ μάλα κνώσσουσ ἐν ὀνειρείησι πύλῃσιν», Ομ. Οδ.) 2. παροιμ. «Λάτμιον κνώσσεις» μένεις ακίνητος σαν σβούρα, δηλαδή στριφογυρίζεις συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. θυμίζει το ὑπν ώσσω] … Dictionary of Greek