Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Λάτμιον

См. также в других словарях:

  • Λάτμιον — Λάτμιος masc acc sg Λάτμιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κνώσσω — (Α) 1. κοιμάμαι («περίφρων Πηνελόπεια ἡδὺ μάλα κνώσσουσ ἐν ὀνειρείησι πύλῃσιν», Ομ. Οδ.) 2. παροιμ. «Λάτμιον κνώσσεις» μένεις ακίνητος σαν σβούρα, δηλαδή στριφογυρίζεις συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η κατάλ. θυμίζει το ὑπν ώσσω] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»