-
1 Λάρισα
Λάρῑσα [ᾱρ], ἡ (not Λάρισσα, v. Arc.77.14, IG9(2).60.5, 525.5, al., but Λαρισσέοις ib.9(2).6c3), Larissa, a name of many old Greek cities, Il.2.841, etc.; Pelasgic acc. to Str.9.5.19, 13.3.2: an [dialect] Ion. form Λήρισαι (in Aeolis) occurs in Hdt.1.149; orig. it denoted aII Adj. [full] Λᾱρῑσαῖος, α, ον, Larissaean, of or from Larissa, Th.2.22, X.HG 3.1.7, etc.; [dialect] Ion. [full] Ληρις- Hdt.9.1 and 58:—also [full] Λαρίσιος and [full] Λαρισηνός as epith. of Zeus, Str.9.5.19, 13.3.2.2 [full] Λᾱρῑσαῖοι ἑψητῆρες Larissaean pots for boiling, AP6.305 (Leon.); [full] λᾱρῑσοποιοί for λαρισαιοποιοί, either makers of Larissaean pots, or makers of Larissaean citizens, of the δημιουργοί (magistrates), Gorg. ap. Arist.Pol. 1275b30. -
2 Λάρῖσα
Λάρῖσα: a town in Asia Minor, near Cyme, Il. 2.841, Il. 17.301.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Λάρῖσα
-
3 Λάρισα
Λά̱ρῑσα, Λάρισαcitadel: fem nom /voc sg -
4 Λαρίσας
Λᾱρί̱σᾱς, Λάρισαcitadel: fem acc plΛᾱρί̱σᾱς, Λάρισαcitadel: fem gen sg (doric aeolic) -
5 Λαρίση
-
6 Λαρίσῃ
-
7 Λαρίσηι
Λᾱρί̱σῃ, Λάρισαcitadel: fem dat sg (attic epic ionic) -
8 Λαρίσης
Λᾱρί̱σης, Λάρισαcitadel: fem gen sg (attic epic ionic) -
9 Λάρισαι
Λά̱ρῑσαι, Λάρισαcitadel: fem nom /voc pl -
10 Λάρισαν
Λά̱ρῑσαν, Λάρισαcitadel: fem acc sg -
11 λαρωντιδῶν
A = λᾶας, Id.; v. λαστρυγυλίας. [full] λάσα· τράπεζα πληρεστάτη, Id.II [full] Λάσα, = Λάρισα, Id.: Adj. [full] Λασαῖος IG9(2).517.19. [full] λάσαγγες· οἱ περὶ τὰς Λίμνας χλωροὶ βάτραχοι, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαρωντιδῶν
См. также в других словарях:
Λάρισα — I Πόλη (124.394 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (βλ. λ. Λαρίσης, νομός) και του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Λάρισας, δήμος). Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, εκτεινόμενη στις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι… … Dictionary of Greek
Λάρισα — Sp Lãrisa Ap Λάρισα/Larisa L nomas ir mst., Tesalijos adm. sr. c., C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Λάρισα — Λά̱ρῑσα , Λάρισα citadel fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάρισα — η πόλη της Θεσσαλίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λάρισα Αργεώτις — Η αρχαία ακρόπολη του Άργους. Βρισκόταν σε κορυφή λόφου ύψους 289 μ., όπου σώζονται πελασγικά, ρωμαϊκά και μεσαιωνικά τείχη. Υπήρχαν επίσης ναοί του Δία, της Αθηνάς, του Απόλλωνα Δειραδιώτου, της Αθηνάς Οξυδερκούς και της Ήρας. Αποτελούσε μία… … Dictionary of Greek
Lárisa — Λάρισα Lárisa … Wikipedia Español
Αναγνώστου, Ιωάννης — (Λάρισα 1892 – Αθήνα 1971). Γιατρός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιατρική στα πανεπιστήμια της Αθήνας και του Βερολίνου. Υπήρξε διαδοχικά βοηθός, επιμελητής, υφηγητής και καθηγητής (1948) στην έδρα της φυτοπαθολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το… … Dictionary of Greek
Αστεριάδης, Αγήνωρ — (Λάρισα 1898 – Αθήνα 1977).Ζωγράφος και χαράκτης. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. H καλλιτεχνική του δραστηριότητα καλύπτει μισό αιώνα δημιουργίας και επικοινωνίας με το κοινό στην Ελλάδα και το εξωτερικό. To 1937 βραβεύτηκε στο Παρίσι… … Dictionary of Greek
Ευθυμίου, Πέτρος — (Λάρισα 1950 –). Πολιτικός και δημοσιογράφος. Αποφοίτησε από τη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Κατά την διάρκεια των σπουδών του ανέπτυξε ενεργό πολιτική δράση κατά της δικτατορίας και εξελέγη μέλος της συντονιστικής επιτροπής… … Dictionary of Greek
Ζαφειρίου, Ελένη — (Λάρισα 1920 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Υιοθετημένο παιδί της Κυριακούλας Ζαφειρίου που ήταν επίσης ηθοποιός στα μπουλούκια, σπούδασε στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου, όπου παρέμεινε για μία δεκαετία κάνοντας την πρώτη της… … Dictionary of Greek
Κούμας, Κωνσταντίνος — (Λάρισα 1777 – Τεργέστη 1836). Εκπαιδευτικός. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων σπουδών του στη σχολή του Τιρνάβου, κοντά στον τότε φημισμένο δάσκαλο Ιωάννη Πέζαρο, δίδαξε έως το 1804 στα σχολεία της Λάρισας, της Τσαριτσάνης και των Αμπελακίων.… … Dictionary of Greek