-
1 Κυθερη
-
2 Κυθέρεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κυθέρεια
См. также в других словарях:
Κυθέρεια — Γένος μαλακοστράκων της οικογένειας των κυθερειιδών. Ανακαλύφθηκαν από τον Λαμάρκ το 1805 και περιλαμβάνουν μαλάκια με χοντρή κόγχη, λεία υαλοασβεστολιθική σύσταση και ωοειδές σχήμα. Απολιθωμένα λείψανά τους έχουν βρεθεί σε στρώματα διαφόρων… … Dictionary of Greek