1 Κύθηρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κύθηρα
κυθηρόθεν — και κυθέρηθεν και κυθήρηθεν (Α) επίρρ. από το νησί Κύθηρα … Dictionary of Greek