Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κᾱρικός

См. также в других словарях:

  • καρικός — καρικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προέρχεται από την Καρία 2. ευτελής, αυτός που δεν έχει καμιά αξία 3. το ουδ. ως ουσ. πάπ. τὸ Καρικόν καρική συνοικία στη Μέμφιδα 4. φρ. α) «καρικὸν ἔλαιον» είδος αλοιφής (Ιπποκρ.) β) «καρικὴ… …   Dictionary of Greek

  • Καρικός — Κᾱρικός , Καρικός worthless masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρικά — Κᾱρικά , Καρικός worthless neut nom/voc/acc pl Κᾱρικά̱ , Καρικός worthless fem nom/voc/acc dual Κᾱρικά̱ , Καρικός worthless fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • Καρικῶν — Κᾱρικῶν , Καρικός worthless fem gen pl Κᾱρικῶν , Καρικός worthless masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρικόν — Κᾱρικόν , Καρικός worthless masc acc sg Κᾱρικόν , Καρικός worthless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Members of the Delian League — The Delian League before the Peloponnesian War, in 431 BC. The members of the Delian League/Athenian Empire (ca. 479 404 BC) can be categorized into two groups: the allied states (symmachoi) reported in the stone tablets of the Athenian tribute… …   Wikipedia

  • Κάριος — Κάριος, ία, ιον (Α) [Καρ] (ως επίθ. τού Διός) καρικός* …   Dictionary of Greek

  • καρικοεργής — καρικοεργής, ές (Α) ο προερχόμενος ή κατασκευασμένος με καρική εργασία, με καρική τέχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρικός + εργής (< Fεργής < Fέργον). Βλ. και λ. ἔργο] …   Dictionary of Greek

  • Καρικαῖς — Κᾱρικαῖς , Καρικός worthless fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»