Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Κᾱρίζω

См. также в других словарях:

  • καρίζω — (Α) [Κάρ] 1. συμπεριφέρομαι σαν Καρ, σαν κάτοικος τής Καρίας 2. μιλώ σαν Καρ, βαρβαρίζω …   Dictionary of Greek

  • Καρίζειν — Καρίζω act like a Carian pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρίζεις — Καρίζω act like a Carian pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάρισσα — Καρίζω act like a Carian aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καριστί — (Α) στην καρική γλώσσα, βαρβαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καρισ τού ρ. καρίζω (πρβλ. αόρ. ἐ κάρ ισ α) + επιρρμ. κατάλ. τι (πρβλ. βαρβαρισ τί, ελληνισ τί)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»