Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κᾰμῑρος

  • 1 Κάμιρος

    Κᾰμῑρος grandson of Helios, and eponymous hero of Kamiros in Rhodes. παῖδας, ὧν εἶς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ (Schneidewin: Κάμειρον codd.) O. 7.73

    Lexicon to Pindar > Κάμιρος

  • 2 Camirus

    Camīrus, ī, f. (Κάμειρος, Κάμιρος), unbefestigte Stadt an der Westseite der Insel Rhodus, Gründung der Dorier (nach der Sage durch einen gleichnamigen Heros), Mela 2, 7, 4 (2. § 101); vgl. Cic. de nat. deor. 3, 54. – Dav. Camīrēnsēs, ium, m., die Einw. von Kamirus, die Kamirenser, Macr. sat. 1, 17. § 35 u. 45.

    lateinisch-deutsches > Camirus

  • 3 Camirus

    Camīrus, ī, f. (Κάμειρος, Κάμιρος), unbefestigte Stadt an der Westseite der Insel Rhodus, Gründung der Dorier (nach der Sage durch einen gleichnamigen Heros), Mela 2, 7, 4 (2. § 101); vgl. Cic. de nat. deor. 3, 54. – Dav. Camīrēnsēs, ium, m., die Einw. von Kamirus, die Kamirenser, Macr. sat. 1, 17. § 35 u. 45.

    Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > Camirus

См. также в других словарях:

  • Κάμιρος — Αρχαία πόλη στη δυτική ακτή της Ρόδου. Οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν Κάρες· έπειτα εγκαταστάθηκαν εκεί Αχαιοί και περίπου το 1000 π.Χ. Δωριείς. Η Κ. ανήκε στη Δωρική Εξάπολη και ήταν μέλος της Α’ Αθηναϊκής συμμαχίας. Μετά την ίδρυση της Ρόδου κατά… …   Dictionary of Greek

  • Pisandre — Pour les articles homonymes, voir Pisandre (homonymie). Pisandre (Πείσανδρος, Camiros, 645 av JC 590 av JC) est un poète grec de l antiquité, cité juste après Homère et Hésiode dans la liste des poètes épiques du canon alexandrin. Sommaire 1… …   Wikipédia en Français

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • αργινόεις — ἀργινόεις ( εντός), εσσα, εν (Α) ο αστραφτερός, ο λευκός, αυτός που ασπρίζει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργινόεις, από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών Αργινούσ (σ)αι, αποτελεί πιθ. μετρική παρέκταση ενός υποθετικού τ. *αργινός < αργι *… …   Dictionary of Greek

  • δωρίς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Από τον γάμο της με τον Νηρέα απέκτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες, οι οποίες ονομάζονταν και Δωρίδες. II Ονομασία δύο περιοχών κατά την αρχαιότητα. 1. Μικρή… …   Dictionary of Greek

  • Δωρική εξάπολη — Συνασπισμός έξι δωρικών πόλεων που βρίσκονταν στα παράλια της Καρίας και στα γειτονικά νησιά. Οι πόλεις αυτές ήταν η Ιαλυσός, η Λίνδος και η Κάμιρος στη Ρόδο, η Κως, η Κνίδος και η Αλικαρνασσός. Οι Δωριείς κάτοικοι των πόλεων αυτών τελούσαν από… …   Dictionary of Greek

  • Ιεράπυτνα — Αρχαία πόλη της νότιας παραλίας της Κρήτης, που ονομαζόταν άλλοτε Κύρβα και Κάμιρος. Τον 2ο αι. π.Χ. ήταν μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης. Ταυτίζεται με τη σημερινή Ιεράπετρα (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»