-
1 Κακοίλιος
Κακοΐλιος, Κακοίλιοςunhappy Ilios: fem nom sg -
2 Κακοΐλιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Κακοΐλιος
-
3 Κακοίλιος
Κακο - ίλιος ( ϝίλιος): sad Ilium, Ilium of evil name, Od. 19.260,, Od. 23.19.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κακοίλιος
-
4 Κακοίλιον
Κακοΐλιον, Κακοίλιοςunhappy Ilios: fem acc sg
См. также в других словарях:
Κακοίλιος — Κακοΐλιος , Κακοίλιος unhappy Ilios fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κακοΐλιος — Κακοΐλιος, ἡ (Α) το δυστυχισμένο, το άτυχο, το κακοπαθημένο Ίλιον («ᾤχετ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) … Dictionary of Greek
Κακοίλιον — Κακοΐλιον , Κακοίλιος unhappy Ilios fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)