-
1 Κωκυτοίς
-
2 Κωκυτοῖς
-
3 κωκυτοίς
-
4 κωκυτοῖς
-
5 ἁρπαλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπαλίζω
-
6 ἐπανθίζω
A deck as with flowers, make bright-coloured, ἐ. τινὶ ἐρύθημα give one a red tint, Luc.Hist. Conscr.13; ἐλέφαντα ἐ. τῷ χρυσῷ ib.51; brighten, give lustre to a dye, PHolm.17.9, al.:—[voice] Pass.,χρώμασιν ἐπηνθισμένος D.S.1.49
.2 metaph., deck as with flowers, decorate, adorn,κωκυτοῖς ἐ. παιᾶνα A. Ch. 150
;πολλοῖς ἐ. πόνοισι γενεάν Id.Th. 949
:—[voice] Pass.,ἀπαγγελία ἐπηνθισμένη ὀνόμασι ποιητικοῖς Philostr.VS1.15.4
.—The [tense] aor. [voice] Med. ἐπηνθίσω is prob. corrupt in A.Ag. 1459 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπανθίζω
См. также в других словарях:
Κωκυτοῖς — Κωκῡτοῖς , κωκυτός shrieking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωκυτοῖς — κωκῡτοῖς , κωκυτός shrieking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωκυτός — Ποταμός της Θεσπρωτίας, που μαζί με τον Αχέροντα εκβάλλει στην Αχερουσία λίμνη. Κατά την αρχαιότητα, πίστευαν γι’ αυτόν, όπως και για τον Αχέροντα, ότι τα νερά του ήταν δηλητηριασμένα από ανθρωπόμορφο δράκοντα και ότι μέσω της Αχερουσίας οδηγούσε … Dictionary of Greek