-
1 Κυρινος
ὅ (лат. Quirinus) Квирин1) сабинское божество Plut.Κυρίνου λόφος Plut. — холм Квирина, т.е. Квиринал
См. также в других словарях:
μενεκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός από τις Συρακούσες (4ος αι. π.Χ.). Ο Αθήναιος αναφέρει στο έργο του Δειπνοσοφισταί ότι ο Μ. γυρνούσε στους δρόμους με συνοδεία τους ασθενείς που είχε γιατρέψει από την επιληψία, απαιτώντας από αυτούς να τον… … Dictionary of Greek
Ινδοευρωπαίοι — Ονομασία των λαών που ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή γλωσσική ομάδα. Περιλαμβάνει τις γλώσσες που ομιλούνται στην Ευρώπη και στην Ασία και έχουν κοινή γλωσσική καταγωγή. Η έννοια Ι. γεννήθηκε τον 19ο αι., όταν η μελέτη του ινδουισμού οδήγησε πολλούς… … Dictionary of Greek
Ρωμύλος — I Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν αξιωματούχος επί Τραϊνού (97 117) και μεγάλος διώκτης του χριστιανισμού. Αργότερα όμως ασπάστηκε και ο ίδιος το χριστιανισμό και μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη του τιμάται την 6η Σεπτεμβρίου. II… … Dictionary of Greek