-
1 Κυπρόθεν
Κυπρόθενfrom Cyprus: indeclform (adverb) -
2 Κύπρος
См. также в других словарях:
Κυπρόθεν — from Cyprus indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυπρόθε(ν) — Κυπρόθεν(ν) (Α) επίρρ. από την Κύπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύπρος + θεν, επιρρμ. κατάλ. που δηλώνει την από τόπου κίνηση] … Dictionary of Greek