Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κυπρογένηα

См. также в других словарях:

  • κυπρογένηα — κυπρογένηα, ἡ (Α) (αιολ. τ.) βλ. κυπρογενής …   Dictionary of Greek

  • κυπρογενής — κυπρογενής, ές, θηλ. και κυπρογένεια και αιολ. τ. κυπρογένηα (Α) (ως επίθ. τής Αφροδίτης και τού Γανυμήδη) αυτός που γεννήθηκε στην Κύπρο (α. «ὅτε γλυκύθυμος Ἔρως χἠ Κυπρογένει Ἀφροδίτη», Αριστοφ. β. «Κυπρογενής Κυθέρεια», Ομ.Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»