-
1 Κυδωνίω
-
2 Κυδωνίῳ
-
3 κυδωνίω
-
4 κυδωνίῳ
См. также в других словарях:
κυδωνιώ — κυδωνιῶ, άω (Α) [κυδώνιον] (για τους γυναικείους μαστούς) φουσκώνω σαν κυδώνι … Dictionary of Greek
Κυδωνίῳ — Κυδώνιος quinces masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυδωνίῳ — κυδώνιος quinces masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)