-
1 κτησιος
31) находящийся в личной собственности, собственный(χρήματα Aesch.)
χτησίου βοτοῦ λάχνη Soph. — шерсть, (полученная от) собственного стада2) стоящий на страже домашнего очага(Ζεύς, βωμός Aesch.)
Κύπρις κτησία (v. l. Κρησία) Anth. — Киприда, покровительница гетер -
2 Κτησιος
ὅ Ктесий1) = Ζεύς См. Ζευς Κ. Зевс, покровитель домашнего очага Plut.2) сын Ормена, владетель о-ва Συρίη, отец Эвмея Hom. -
3 Ορμενιδης
См. также в других словарях:
Κτήσιος — belonging to property masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήσιος — belonging to property masc nom sg κτή̱σιος , κτῆσις acquisition fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήσιος — Προσωνυμία του Δία ως προστάτη της ατομικής περιουσίας. Ο Κ. Δίας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην Αττική υπήρχε βωμός στον δήμο Φλύας και ένα λατρευτικό κέντρο στον Πειραιά. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι θυσίαζαν ένα λευκό… … Dictionary of Greek
κτησίων — κτήσιος belonging to property fem gen pl κτήσιος belonging to property masc/neut gen pl κτη̱σίων , κτῆσις acquisition fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτήσιον — κτήσιος belonging to property masc acc sg κτήσιος belonging to property neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησίης — κτήσιος belonging to property fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησίου — κτήσιος belonging to property masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κτησίους — Κτήσιος belonging to property masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησίους — κτήσιος belonging to property masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κτησίων — Κτήσιος belonging to property masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κτησίῃ — κτήσιος belonging to property fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)