-
1 Κρίσα
-
2 Κρῖσα
-
3 Κρίσα
Κρῐσα an ancient city destroyed and assimilated with Kirrha, q. v., where the Pythian games were held in the plain below Delphi. ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν πόρε τ ἀγλαίαν for a victory in horseracing I. 2.18 -
4 Κρῖσα
Κρῖσα, ης, ἡ, Crisa, a city in Phocis, near Delphi, Il.2.520; [full] Κρίση, h.Ap. 282, etc.:—Adj. [full] Κρισαῖος, α, ον, Crisaean, ib. 446, Hdt.8.32:—also [full] Κίρρα, Pi.P.3.74, al., SIG241.45, al. (Delph., iv B. C.), Paus. 10.37.4 (but Κρῖσα distd. fr. Κίρρα by Leocrinesap.EM515.20, Str.9.3.3, Ptol.Geog.3.14.4); [full] Κύρρα, Marm.Par.53, v.l. in Ptol.l.c.; Κίρσα, Alc.Oxy.1789 Fr.6.9 (dub.), EMl.c.; κόλπος Κιρραῖος, dub. in Hecat.105 J.: also [full] Κρί?ΚρῖσαXσα, Pi.I.2.18; [full] Κρῐσαῖος, Id.P.5.37, al. -
5 Κρισα
-
6 Κρῖσα
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Κρῖσα
-
7 Κρίσα
-
8 Κρίσᾳ
Βλ. λ. Κρίσα -
9 Κριση
-
10 Κρισαίον
-
11 Κρισαῖον
-
12 Κρισαίας
Κρισαί̱ᾱς, Κρῖσαfem acc plΚρισαί̱ᾱς, Κρῖσαfem gen sg (attic doric aeolic)Κρισαίᾱς, Κρισαῖοςfem acc plΚρισαίᾱς, Κρισαῖοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
13 Κρισαίων
Κρισαί̱ων, Κρῖσαfem gen plΚρισαί̱ων, Κρῖσαmasc /neut gen plΚρισαῖοςfem gen plΚρισαῖοςmasc /neut gen pl -
14 Κρίσαι
-
15 Κρῖσαι
-
16 Κρίσαν
-
17 Κρῖσαν
-
18 Κρισαία
-
19 Κρισαῖα
-
20 Κρισαίοι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Κρῖσα — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρίσα — Κρί̱σᾱ , Κρῖσα fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρίσᾳ — Κρί̱σᾱͅ , Κρῖσα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρίσα — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασωπού. II Αρχαία πόλη της Φωκίδας, που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το επίνειό της, την πόλη Κίρρα.… … Dictionary of Greek
Κρισαῖον — Κρῖσα masc acc sg Κρῖσα neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισαῖα — Κρῖσα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισαῖοι — Κρῖσα masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισαῖος — Κρῖσα masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρῖσαι — Κρῖσα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρῖσαν — Κρῖσα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρισαίος — Κρισαῑος και Κιρραῑος, αία, αῑον (Α) 1. αυτός που προέρχεται ή που κατάγεται από την πόλη Κρίσα 2. αυτός που ανήκει ή έχει σχέση με την πόλη αυτή («τὴν ὑπὲρ τοῡ Κρισαίου πεδίου οἰκημένην», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Κρίσα / Κίρρα + επίθημα αῖος … Dictionary of Greek