Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κρῖσα

См. также в других словарях:

  • Κρῖσα — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρίσα — Κρί̱σᾱ , Κρῖσα fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρίσᾳ — Κρί̱σᾱͅ , Κρῖσα fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρίσα — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασωπού. II Αρχαία πόλη της Φωκίδας, που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από το επίνειό της, την πόλη Κίρρα.… …   Dictionary of Greek

  • Κρισαῖον — Κρῖσα masc acc sg Κρῖσα neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρισαῖα — Κρῖσα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρισαῖοι — Κρῖσα masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρισαῖος — Κρῖσα masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρῖσαι — Κρῖσα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρῖσαν — Κρῖσα fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρισαίος — Κρισαῑος και Κιρραῑος, αία, αῑον (Α) 1. αυτός που προέρχεται ή που κατάγεται από την πόλη Κρίσα 2. αυτός που ανήκει ή έχει σχέση με την πόλη αυτή («τὴν ὑπὲρ τοῡ Κρισαίου πεδίου οἰκημένην», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπων. Κρίσα / Κίρρα + επίθημα αῖος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»