Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Κρόνιος

См. также в других словарях:

  • Κρόνιος — of Cronos masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόνιος — I Προσωνυμία του Δία κατά την αρχαιότητα, που σχετίζεται με το όνομα του πατέρα του, του Κρόνου. Ο Δίας αποκαλείτο επίσης Κρονίδης. Κ. ονομαζόταν και ένας μήνας του ιωνικού μηνολογίου, περισσότερο γνωστός ως Κρονιών (βλ. λ. Κρόνια). II (2ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • Κρόνιος στίχος — (Saturnius versus). Ο εθνικός στίχος των Ρωμαίων, σύμφωνα με την παλαιά λατινική μετρική. Απαρτίζεται από δύο τριποδίες, η πρώτη ιαμβική και η δεύτερη τροχαϊκή. Συχνά, στον ίδιο στίχο δύο ή περισσότερες λέξεις αρχίζουν από το ίδιο γράμμα ή από τα …   Dictionary of Greek

  • Κρονίως — Κρόνιος of Cronos adverbial Κρόνιος of Cronos masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρόνιον — Κρόνιος of Cronos masc acc sg Κρόνιος of Cronos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кроний — (Κρονιος) платоник II в. по Р. Хр.; учил, между прочим, что зло происходит от соединения души с материей …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κρονίη — Κρόνιος of Cronos fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίην — Κρόνιος of Cronos fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίης — Κρόνιος of Cronos fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίοιο — Κρόνιος of Cronos masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κρονίου — Κρόνιος of Cronos masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»