-
1 Κρητηθεν
См. также в других словарях:
Λυκίηθεν — (Α) επίρρ. από τη Λυκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (ιων. τ. τού Λυκία) + επιρρμ. κατάλ. θε(ν), πρβλ. Κρήτη θεν, Λιβύη θεν] … Dictionary of Greek
Κρήτηθε(ν) — (Α) επίρρ. από την Κρήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + επιρρμ. κατάλ. θε(ν) (πρβλ. Πίση θεν, Σπάρτη θεν)] … Dictionary of Greek