-
1 кубинец
-
2 кубинец
-нца α.-ка, -и θ.Κουβανός, -ή, Κουβανέζος, -α.
См. также в других словарях:
Κουβανέζος — ο, θηλ. Κουβανέζα ο κάτοικος τής Κούβας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κούβα + συνδετικό σύμφωνο ν + κατάλ. έζος (< ιταλ. κατάλ. ese), πρβλ. Κιν έζος, Χαβαν έζος] … Dictionary of Greek
κουβανέζικος — η, ο και κουβανικός, ή, ό [Κουβανέζος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κούβα ή προέρχεται από αυτήν … Dictionary of Greek