-
1 οἰκίον
οἰκίον, τό, dim. von οἶκος, dem Gebrauche nach damit gleichbedeutend, Haus, Wohnung, Wohnsitz; gew. von Menschen u. Völkern, περὶ Δωδώνην οἰκί' ἔϑεντο Il. 2, 750, ὁδῷ ἔπι οἰκία ναίων 6, 15, Κορινϑόϑι 13, 664, Ἶϑάκῃ ἔνι Od. 24, 104; vom Sitz einer Gottheit, 12, 4; von der Unterwelt, Il. 20, 64; auch von Thieren, wie Wespen, 16, 261, vgl. 12, 167; vom Adler, ib. 221; νυκτὸς οἰκία δεινά, Hes. O. 744; sp. D., wie Ep. ad. 452 (VII, 723), οἰωνοὶ δὲ κατὰ χϑονὸς οἰκία ϑέντες. – Auch in Prosa herrscht der plur. vor; παρελϑὼν εἰς τὰ Κροίσου οἰκία, Her. 1, 35; οἰκίοισι ὑποδεξάμενος, 1, 41; ἀνάστατοι ἐκ τῶν οἰκίων ἐγένοντο, 7, 118, wo die v. l. οἴκων ist, und es nicht, wie in den übrigen Stellen, von Palästen der Könige, sondern von Privatwohnungen gebraucht wird.
См. также в других словарях:
κορινθόθι — (Α) επίρρ. στην Κόρινθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόρινθος + επιρρμ. κατάλ. θι, δηλωτική τής εν τόπω στάσεως] … Dictionary of Greek
Κορινθόθι — Κόρινθος at indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θι — (Α) 1. κατάληξη τής παλαιάς τοπικής πτώσεως («Ἰλιόθι», «ἡῶθι», Ομ. Ιλ.) 2. κατόπιν κατάληξη διαφόρων τοπικών επιρρημάτων που παράγονται από ουσιαστικά, επίθετα και αντωνυμίες («ἀγρόθι», «ἄλλοθι», «ἀμφοτέρωθι», «ἔνδοθι» κ.ά.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται… … Dictionary of Greek