Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Κομητῶν

  • 1 Κομητών

    Κομήτης
    wearing long hair: masc gen pl

    Morphologia Graeca > Κομητών

  • 2 Κομητῶν

    Κομήτης
    wearing long hair: masc gen pl

    Morphologia Graeca > Κομητῶν

  • 3 κομητών

    κομήτης
    wearing long hair: masc gen pl

    Morphologia Graeca > κομητών

  • 4 κομητῶν

    κομήτης
    wearing long hair: masc gen pl

    Morphologia Graeca > κομητῶν

  • 5 κομήτων

    κόμης
    comes: fem gen pl
    κομάω
    let the hair grow long: pres imperat act 3rd pl (doric)
    κομάω
    let the hair grow long: pres imperat act 3rd dual (doric)
    κομάω
    let the hair grow long: pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
    κομάω
    let the hair grow long: pres imperat act 3rd dual (epic doric ionic aeolic)
    κομάω
    let the hair grow long: pres imperat act 3rd dual
    κομέω
    take care of: pres imperat act 3rd pl (doric aeolic)
    κομέω
    take care of: pres imperat act 3rd dual (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > κομήτων

  • 6 βιβλαρίδιον

    βιβλαρίδιον, ου, τό dim. of βίβλος (Galen XVI p. 5 K. has βιβλιαρίδιον) a small document with writing, little scroll/roll containing a message Rv 10:2, vs. 8 v.l., 9f (s. Mussies 116 on the textual trad.; cp. Artem. 2, 45 p. 149, 6: ἐσθίειν βιβλία in a dream … θάνατον σύντομον προαγορεύει); Hv 2, 1, 3. Of a letter 2, 4, 3. The form βιβλιδάριον (Aristoph. acc. to Pollux 7, 210; Arrian [II A.D.] βιβλιδάριον περὶ κομητῶν, ascribed to Agatharchides [II B.C.] 111 [GGM I 194]; Cat. Cod. Astr. VIII/3, p. 92, 9) appears as v.l. for βιβλαρίδιον in Rv and Hermas; s. AWikenhauser, BZ 6, 1908, 171.—DELG s.v. βύβλος. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > βιβλαρίδιον

См. также в других словарях:

  • Κομητῶν — Κομήτης wearing long hair masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομητῶν — κομήτης wearing long hair masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομήτων — κόμης comes fem gen pl κομάω let the hair grow long pres imperat act 3rd pl (doric) κομάω let the hair grow long pres imperat act 3rd dual (doric) κομάω let the hair grow long pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) κομάω let the hair… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιακό σύστημα — Ο Ήλιος και το σύνολο των ουράνιων σωμάτων, πλανητών, δορυφόρων, αστεροειδών, κομητών και μετεωριτών/μετεώρων που περιφέρονται γύρω από αυτόν σύμφωνα με τους νόμους της παγκόσμιας έλξης και τους νόμους του Κέπλερ. Μετά τις πρόσφατες όμως… …   Dictionary of Greek

  • Σκιαπαρέλι, Τζοβάννι Βιρτζίνιο — (Schiaparel II). Ιταλός αστρονόμος (Σαβιλιάνο, Κούνεο 1835 Μιλάνο 1910). Αφού πήρε το 1854 στο Τουρίνο το πτυχίο του μηχανικού και αρχιτέκτονα, κέρδισε σε διαγωνισμό μια υποτροφία που του επέτρεψε να σπουδάσει αστρονομία στο Βερολίνο, κοντά στο… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • κομήτης — Ιδιόμορφο αστρικό σώμα, νεφελώδους σύστασης και απροσδιόριστων διαστάσεων. Οι κ. εμφανίζονται στον ουρανό ως λαμπροί αστέρες, ακολουθούμενοι από μια πολύ μακριά φωτεινή προέκταση. Στους κ. διακρίνονται συνήθως τρία χαρακτηριστικά μέρη: ο πυρήνας …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

  • Ναβάρα — (Navarra). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βόρειας Ισπανίας. Τα σύνορά της αντιστοιχούν, σε γενικές γραμμές, με τα σύνορα της σημερινής ομώνυμης επαρχίας (10.391 τ. χλμ., 520.124 κάτ.) με πρωτεύουσα την Παμπλόνα. Το βόρειο τμήμα της είναι κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • Σλέσβιχ - Χολστάιν — (Schleswig Holstein). Ομοσπονδιακό κρατίδιο της Γερμανίας, στο νότιο τμήμα της χερσονήσου της Γιουτλάνδης (έκταση 15 731 τ. χιλιόμ., 2 594 606 κάτοικοι). Συνορεύει στα βόρεια με τη Δανία στα νοτιοανατολικά με το Μέκλενμπουργκ της Α. Γερμανίας και …   Dictionary of Greek

  • Χάγη — (Den Haag ή ’s Gravenhage). Πόλη (683.631 κάτ.) της Ολλανδίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Νότιας Ολλανδίας, έδρα της κυβέρνησης και της αυλής και, ως τέτοια, de facto πρωτεύουσα της χώρας, αν και συνταγματική πρωτεύουσα είναι το Άμστερνταμ·… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»