Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κολακώνυμος

См. также в других словарях:

  • Κολακώνυμος — Κολακώνυμος, ὁ (Α) (κωμική παραποίηση τού ονόματος Κλεώνυμος) αυτός που έχει όνομα παρασίτου, κόλακα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλαξ, ακος + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού ὄνομα το ω λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει)] …   Dictionary of Greek

  • Κολακώνυμος — parasite named masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κολακώνυμον — Κολακώνυμος parasite named masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»