Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Κοιράνῳ

См. также в других словарях:

  • κοιρανώ — κοιρανῶ, έω (Α) [κοίρανος] 1. είμαι ηγεμόνας, αρχηγός, κυβερνώ («ὧς ὅγε κοιρανέων δίεπε στρατόν», Ομ. Ιλ.) 2. καταδυναστεύω («ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσιν», Ομ. Οδ.) 3. είμαι κύριος κάποιου 4. (σχετικά με χορό) οργανώνω, οδηγώ, ετοιμάζω …   Dictionary of Greek

  • Κοιρανῶ — Κοιρανός masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιρανῶ — κοιρανέω to be lord pres subj act 1st sg (attic epic doric) κοιρανέω to be lord pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοιράνω — Κοίρανος king masc nom/voc/acc dual Κοίρανος king masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιράνω — κοίρανος king masc nom/voc/acc dual κοίρανος king masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοιράνῳ — Κοίρανος king masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιράνῳ — κοίρανος king masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοιράνωι — Κοιράνῳ , Κοίρανος king masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοιράνωι — κοιράνῳ , κοίρανος king masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατακοιρανώ — κατακοιρανῶ, έω (Α) διοικώ, κυβερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιρανῶ (< κοίρανος «κυβερνήτης, κύριος»)] …   Dictionary of Greek

  • κοίρανος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Κλείτου και πατέρας του γνωστού Κορίνθιου μάντη Πολυείδη. 2. Καταγόταν από την Πάρο. Η παράδοση αναφέρει ότι αγόρασε στο Βυζάντιο όλα τα δελφίνια που είχαν πιαστεί στα δίχτυα και τα έριξε πάλι στη θάλασσα.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»