-
1 Κλωθούς
-
2 Κλωθοῦς
См. также в других словарях:
Κλωθοῦς — Κλωθώ fem nom/voc pl Κλωθώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Κλωθούς
2 Κλωθοῦς
Κλωθοῦς — Κλωθώ fem nom/voc pl Κλωθώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)