Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Κλεοπάτρα

  • 1 Κλεοπατρα

        ион. Κλεοπάτρη, эп. Κλειοπάτρη ἥ Клеопатра
        1) дочь Борея, сестра Калаиса и Зета, жена царя Финея Soph.
        2) Κ. или Алкиона, дочь Идаса и Марпессы, жена Мелеагра Hom., Diod.
        3) македонянка, вторая жена Филиппа Македонского; после его смерти умерщвлена по приказанию первой его жены Олимпиады Diod.
        4) дочь Филиппа Македонского и Олимпиады, жена Александра Эпирского, а после его смерти, с 322 г. до н.э. - Пердикки Diod.
        5) дочь Птолемея Авлета и сестра Птолемея XII, родился в 69 г. до н.э., возлюбленная Цезаря, впосл. Антония; после битвы при Актии в 31 г. до н.э. покончила с собой Polyb., Plut.
        6) дочь Антония и Клеопатры (см. 5), жена царя Юбы Plut.

    Древнегреческо-русский словарь > Κλεοπατρα

  • 2 Κλειοπατρη

         эп. = Κλεοπάτρα См. Κλεοπατρα

    Древнегреческо-русский словарь > Κλειοπατρη

  • 3 Βορεας

        I.
         Βορεάς
        I
        - άδος adj. f северная
        

    (πνοαί Aesch.)

        II
        - άδος ἥ Бореада, дочь Борея, т.е. Κλεοπάτρα ( внучка Эрехтея) Soph.
        II.
         Βορέας
        - ου, дор. έᾱ, эп.-ион. Βορέης, стяж. Βορ(ρ)ῆς, έᾱο и έω, дор. Βορρᾰς, ᾱᾶ ὅ
        1) Борей (сын Астрея и Эос, бог сев. ветров) Hom., Hes., Pind., Her.
        2) северо-северо-восточный, иногда северный ветер Hom., Arst.
        3) север

    Древнегреческо-русский словарь > Βορεας

  • 4 εκνικαω

        1) побеждать, одерживать верх
        

    (ὅ χρυσὸς ἐκνικᾷ τάδε Eur.)

        Ῥωμαίων ἐκνικησάντων Polyb. — в случае победы римлян;
        ἐξενίκησε Κλεοπάτρα διὰ τῶν νεῶν κριθῆναι τὸν πόλεμον Plut. — Клеопатра настояла на том, чтобы решить исход войны с помощью флота

        2) получать преобладание, входить во всеобщее употребление
        

    (ἅπασι Thuc.)

        τὰ ἐπὴ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Thuc. — перешедшее в область преданий, т.е. ставшее баснословным;
        ἐκνενίκηκεν ὅ ἰχθὺς μάλιστα ὄψον καλεῖσθαι Plut.рыба стала именоваться кушаньем по преимуществу

    Древнегреческо-русский словарь > εκνικαω

  • 5 ζωγρεω

         ζωγρέω
        I
        [ζωός + ἀγρέω]
        1) брать живьем, захватывать в плен
        

    (πολλοὺς μὲν ἐφόνευσαν, πολλῷ δ΄ ἔτι πλεῦνας ἐζώγρησαν Her.; Κλεοπάτρα, ζωγρῇ Plut.)

        ἀνθρώπους ζωγρῶν перен. NT.ловец человеков

        2) давать пощаду, даровать жизнь
        

    (μηδαμῇ μηδαμῶς ζ. Plat.)

        ζωγρεῖτε, αὐτὰρ ἐγὼν ἐμὲ λύσομαι Hom. — даруйте мне жизнь, и я дам выкуп

        II
        [ζωός + ἐγείρω] возвращать к жизни, оживлять

    Древнегреческо-русский словарь > ζωγρεω

См. также в других словарях:

  • Κλεοπάτρα — Κλεοπάτρᾱ , Κλεοπάτρη fem nom/voc/acc dual Κλεοπάτρᾱ , Κλεοπάτρη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεοπάτρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα Ωρειθυίας, σύζυγος του βασιλιά της Θράκης Φινέα και μητέρα του Πληξίππου και του Πανδίονα. Ο Φινέας την έδιωξε και παντρεύτηκε την Ιδαία, η οποία φυλάκισε την προκάτοχό της …   Dictionary of Greek

  • Κλεοπάτρᾳ — Κλεοπάτραι , Κλεοπάτρη fem nom/voc pl Κλεοπάτρᾱͅ , Κλεοπάτρη fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεοπάτρας — Κλεοπάτρᾱς , Κλεοπάτρη fem acc pl Κλεοπάτρᾱς , Κλεοπάτρη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κλεοπάτραν — Κλεοπάτρᾱν , Κλεοπάτρη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πτολεμαίος — I Όνομα των βασιλιάδων της τελευταίας ανεξάρτητης δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου πριν από τη ρωμαϊκή κατάκτηση (31 π.Χ.). 1. Π. A’ Σωτήρ (περ. 366 – περ. 283 π.Χ.). Iδρυτής της δυναστείας και ο σημαντικότερος από όλους τους Πτολεμαίους που… …   Dictionary of Greek

  • Cleopatra Selene II — This article is about the daughter of Cleopatra VII of Egypt and Roman Triumvir Mark Antony. For the daughter of Ptolemy VIII Physcon and Cleopatra III of Egypt, see Cleopatra Selene I. For other women named Cleopatra, see Cleopatra… …   Wikipedia

  • Ολυμπιάς — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε …   Dictionary of Greek

  • ολυμπίας — I Όνομα δύο βασιλισσών της Μακεδονίας. 1. Σύζυγος του Φίλιππου B’ της Μακεδονίας και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. (375 316 π.Χ.). Ήταν κόρη του βασιλιά της Ηπείρου Νεοπτόλεμου. Το αρχικό της όνομα φαίνεται πως ήταν Μυρτάλη. Μπορεί να ονομάστηκε …   Dictionary of Greek

  • Αλέξανδρος ο Βάλας — Όνομα βασιλιάδων της Συρίας. 1. Α. ο Β. Α’. Βασιλιάς της Συρίας (150 145 π.Χ.). Διάσημος τυχοδιώκτης από τη Σμύρνη ή τη Ρόδο. Στον θρόνο της Συρίας αναρριχήθηκε έπειτα από συνωμοσία με τον Ηρακλείδη, τον οποίο είχε εκτοπίσει στη Ρόδο ο Δημήτριος… …   Dictionary of Greek

  • Αντώνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Άγκυρα. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο, μαζί με τους γονείς του Μελάνιππο και Κασίνα, επί Ιουλιανού του Παραβάτη. Η μνήμη του τιμάται στις 7 Νοεμβρίου. 2. Λιθοτόμος. Τον σκότωσε o… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»