-
1 Κιρραίοι
-
2 Κιρραῖοι
См. также в других словарях:
Κιρραῖοι — Κιρραῖος fish masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κίρρα — I Αρχαία πόλη της Φωκίδας, επίνειο των Δελφών. Συχνά συγχεόταν με τη γειτονική Κρίσα (ο Παυσανίας ταύτιζε τις δύο πόλεις, ενώ ο Στράβων τις διαχώριζε ρητά). Ο Παυσανίας καταγράφει επίσης μια παράδοση σύμφωνα με την οποία η πόλη πήρε την ονομασία… … Dictionary of Greek